ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Θα μείνει για πάντα ως ο «θκειος Σαββής» της Καρπασίας

Ο Σάββας Λιασής έζησε όλη του τη ζωή στην κατεχόμενη Αγία Τριάδα με τους Τούρκους να τον θεωρούν πατέρα των Ρωμιών

Του Απόστολου Τομαρά

Του Απόστολου Τομαρά

tomarasa@kathimerini.com.cy

Από την περασμένη Τρίτη η κατεχόμενη Αγία Τριάδα αλλά και η Καρπασία είναι φτωχότερες. Ο θάνατος του Σάββα Λιασή ήλθε να βυθίσει στο πένθος τους λιγοστούς εγκλωβισμένους της Καρπασίας αλλά και όσους τον είχαν γνωρίσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο «θκειος Σαββής», όπως τον αποκαλούσαν Έλληνες και Τούρκοι της Καρπασίας άφησε την τελευταία του πνοή του στον τόπο που αρνήθηκε να εγκαταλείψει το καλοκαίρι του 1974. Όσοι γνώρισαν τον Σάββα Λιασή, συμφωνούν ότι επρόκειτο για μια εμβληματική προσωπικότητα της κατεχόμενης Καρπασίας. Ο «θκειος Σαββής», αποτέλεσε για τους εγκλωβισμένους της Καρπασίας, τα δύσκολα χρόνια μετά την εισβολή, το στήριγμα και τον ενδιάμεσο κρίκο με τις κατοχικές αρχές. Το «θκειο Σαββή» των εγκλωβισμένων τον είχαμε συναντήσει στο σπίτι του στην Αγία Τριάδα τον Αύγουστο του 2017 όπου άνοιξε την καρδιά του στην «Κ» για τη ζωή στη Γιαλούσα πριν και μετά την εισβολή.

–Πόσα χρόνια είσαι στην Αγία Τριάδα;

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Γεννήθηκα στη Γιαλούσα στις 12 Ιουλίου 1930. Γονείς μου, ο Αργυρός και η Παρασκευού. Στη Γιαλούσα πήγα δημοτικό σχολείο από το 1936 έως το 1942. Έμεινα άλλο ένα χρόνο γιατί έκανα αγγλικά. Δεν πήγα να σπουδάσω γιατί δεν μου άρεσε πήγα όμως νυχτερινή. Το σπίτι μας ήταν στον Άγιο Θέρισο και με τον παππού και τον αδελφό μου πηγαίναμε μαζί στα χωράφια που καλλιεργούσαν. Το 1944 πήγα να μάθω τέχνη.

Τι τέχνη;

–Πελεκάνος. Μου άρεσε γιατί δεν ήθελα να πάω να σπουδάσω. Δούλεψα 2 με 3 χρόνια, μετά έφυγα και πήγα στο Βαρώσι είχα αδελφό εκεί πήγα και έμενα μαζί του. Δούλευα για τους εγγλέζους, για μια λίρα την ημέρα. Εκεί δούλεψα 2 με 3 χρόνια. Βρέθηκα με κάποιους συγγενείς μου, με τον αδελφό της μητέρας μου. Θυμάμαι ότι τότε πήγα να αγοράσω ένα ποδήλατο, 10 λίρες, και εκεί που το αγόρασα ο Νικόλας ο Πογιατάς μου έδωσε δουλειά. Του έκανα ράφια στο μαγαζί του. Μου βρήκε δουλειά και στο σινεμά «Ηραίο» να το περιφράξουμε με ξύλα. Τα βράδια ήμουν στην είσοδο του σινεμά στα εισιτήρια. Μια μέρα, ήλθε μια οικογένεια και μου είπε να καθίσω μαζί τους. Με ρώτησαν: Πόθεν είσαι ρε μιτσή; Από τη Γιαλούσα τους είπα. Ποιου είσαι με ρώτησαν, του Λιασσή τους απάντησα. Ρε μα είσαι ο Σωτήρης ή ο Αντώνης; Λαλλώ του ο Σαββής. Λαλεί μου με ξέρεις εμένα; Του λαλώ όχι. Είμαι ο Γιώρκος ο αδελφός της μάνα σου. Με ρώτησε πού μένω και μου είπε ότι θα ερχόταν με το κάρο του να με πιάσει. Πράγματι ήλθε την άλλη μέρα με το κάρο, βάλαμε τα πράγματά μου και με πήγε στο σπίτι του όπου μου έδωσε μια καμαρούα για να μείνω.

Στην Αγιά Τριάδα πότε γύρισες;

–Το 1952. Προτού όμως έλθω πήγα στη Γιαλούσα. Ήλθε ο πατέρας μου να με δει. Είχε πάρει ένα καινούργιο αυτοκίνητο Ντε Σότο, αμερικάνικο 18 με 20 θέσεων. Είπα, ότι θα πάω μαζί του να μάθω να οδηγώ. Του είπα, πήγαινε εσύ με το αυτοκίνητο και θα έλθω στη Γιαλούσα με το ποδήλατο. Έτσι έφυγα από το Βαρώσι και ήλθα στο σπίτι μου. Ο πατέρας μου έκανε τη γραμμή Λευκωσίας και όταν πήγαινε τον ακολουθούσα. Με το ποδήλατό μου, ξυπνούσα τους πελάτες του πατέρα μου που θα πηγαίνανε Λευκωσία. Αυτό το έκανα για δύο χρόνια. Ήμουν 16 χρονών. Στον δρόμο αγοράζαμε φρούτα και τα πουλούσαμε. Ανοίξαμε και ένα μικρό κατάστημα και εγώ ήμουν ντελάλης, καλούσα τον κόσμο να αγοράσει. Μια φορά ήλθε ένας λαχειοπώλης και αγόρασα ένα λαχείο 2 σελίνια. Το είδε ο πατέρας μου και μου είπε: Εγώ πάω από τα μεσάνυχτα για να πιάσω 5 σελίνια και εσύ πήγες και πέταξες τα χρήματα να πιάσεις λαχείο; Την άλλη μέρα που πήγα Λευκωσία ήλθε ένας λαχειοπώλης και του είπα να κοιτάξει το λαχείο. Μου φώναξε «κέρδισες 200 λίρες».

Πολλά χρήματα την εποχή εκείνη.

–Τις πήρε ο πατέρας μου και γέμισε το αυτοκίνητο. Μια κάσια γάλατα «Βλάχας», μια κάσια μακαρόνια και άλλα τρόφιμα. Μου τα έφερνε στο μαγαζί, που είχαμε, και έτσι έγινα ψευτό-μπακάλης για έξι μήνες. Μετά βρήκαμε ένα μεγαλύτερο μαγαζί που το κάναμε σούπερ μάρκετ μέχρι το 1974. Η Αστυνομία, τα σχολεία, οι δάσκαλοι όλοι ήταν πελάτες μου. Ο Παντελής ο Παντελίδης δούλευε για λίγο στην ΚΕΟ, αρχές του 1950, και μετά έγινε διευθυντής σε τράπεζα. Ήλθε μου είπε: Να σου διώ 12 κάσιες κονιάκ ΚΕΟ και να πληρώνεις 10 κάσιες να κερδίζεις. Έτσι έκαμνα. Σιγά-σιγά μεγάλωσαν οι δουλειές, έκανα μεγάλο κατάστημα.

Τη σύζυγό σου πώς τη γνώρισες;

–Είχαμε κάποιο γιατρό, Λαγουδή. Το 1952 ήλθε και μου είπε: Έχω μια ξαδέλφη στην Αγιά Τριάδα και αν θέλεις να κάνουμε καλά να παντρευτείς. Μα, του είπα, δεν τη ξέρω πρέπει να έλθει να την δω, πες της να έλθει σινεμά.

–Μα, από προξενιό παντρεύτηκες;

Ναι, από προξενιό. Η γυναίκα του γιατρού του είπε: Αυτό το παιδί είναι καλό για τη Μαρούλα μας. Τους είπα να έλθει στο σινεμά της Γιαλούσας για να τη δω. Δεν πάτησε όμως. Ήλθε ο γιατρός και έπιασε τον πατέρα μου για να του φέρουμε πάγο, τότε δεν είχαν ψυγεία. Εκεί στο σπίτι τους ήταν δύο κοπέλες. Η Μαρούλα και μια ξαδέλφη της. Λαλώ της γυναίκας του γιατρού: Ποιες από τις δύο είναι;

Στο σπίτι του γιατρού την είδες πρώτη φορά;

Ναι. Δεν ερχόταν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Ντρεπόταν. Από τότε, το 1952 μέχρι το 2014 ήμασταν μαζί με τη Μαρούλα. Ο πεθερός μου είχε στο κέντρο της Γιαλούσας ένα κατάστημα που το είχε αγοράσει πριν γνωρίσω τη γυναίκα μου. Στο γάμο μας ο πεθερός μου μας έδωσε το κοτσάνι. «Είναι δικό σας» μας είπε.

Πήρες δηλαδή προίκα;

–Ναι, το κατάστημα που πριν ήταν φαρμακείο. Ήμουν εκεί έξι χρόνια και ο ανταγωνιστής μου ήταν το συνεργατικό παντοπωλείο. Το κράτησα μέχρι το 1980 μέχρι που ήλθαν στη Γιαλούσα Τούρκοι από την Τυλληρία.

Πώς ήταν η ζωή μετά την εισβολή;

–Είχαν φύγει και οι περισσότεροι Έλληνες της Γιαλούσας, και μετά γέμισε η περιοχή με Τούρκους από την Τουρκία. Τότε υπήρχαν προβλήματα. Είχε έλθει ένας Τούρκος αξιωματικός και μου είπε να μη φεύγουν οι Έλληνες. Οι περισσότεροι δάσκαλοι είχαν φύγει και έκανα μαθήματα αγγλικών και τουρκικών στους μαθητές που είχαν μείνει, βοηθούσα τη δασκάλα. Είχα ένα αυτοκίνητο σαλούν πενταθέσιο και το χρησιμοποιούσα να μεταφέρω αρρώστους στο νοσοκομείο. Τούρκοι εκ Τουρκίας, έκαναν παράπονο τότε στον Ντενκτάς και μου έβαλαν πρόστιμο. Όμως ο αστυνόμος της περιοχής με κάλεσε και μου είπε ότι έχω άδεια να μεταφέρω αρρώστους. Αυτή η δουλειά ήταν κάθε μέρα. Έκανα τον διερμηνέα. Βοηθούσα και στους δικούς μας και τους Τούρκους γιατί ήξερα τουρκικά. Στο νοσοκομείο μετέφερα και Τούρκους. Από το 1964 βοηθούσα και τα Ηνωμένα Έθνη. Στο νοσοκομείο που πήγαινα με φωνάζανε ο «πατέρας» των Ρωμιών.

Μετά από τόσα χρόνια μετάνιωσες που έμεινες στο χωριό σου;

–Όχι. Έλεγα στη Μαρούλα: Γυναίκα δεν θα πάμε. Έφτιαξε τότε κάτι κιβώτια για να φύγουμε. Ήλθε ένας τούρκος αξιωματικός, τα είδε και μας ρώτησε τι είναι αυτά, και του είπαμε ότι ένας αξιωματικός μας είπε να φύγουμε. Λαλεί της, δεν θα φύγετε και θα σου στείλω δύο στρατιώτες να σε βοηθήσουν να βάλετε τα πράγματα σας στην θέση τους. Εγώ του είπα ότι θέλω να μείνω.

Η γυναίκα σου ήθελε να φύγετε;

–Όχι, αλλά άκουγε πολλά και φοβήθηκε, η ασφάλεια είναι μεγάλη υπόθεση. Ψάχναμε και το γιο μας, τον Γιαννάκη, αριστούχο πρωτοετή φοιτητή. Κατατάγηκε έφεδρος και αντί να μείνει κοντά στο στρατόπεδο στις Ακράδες (το 291 ΤΠ) πήγε στο 361 στον Πενταδάκτυλο και έμεινε εκεί για χρόνια πολλά. Χάσαμε τον γιο μας το 1974 και μάθαμε για αυτόν το 2014.

Τον θάψατε εδώ στο χωριό;

–Ναι. Στην κηδεία είχαν έλθει και πολλοί Τούρκοι. Το εδώ δημαρχείο καθάρισαν το χωριό, ετοίμασαν τον τάφο στο νεκροταφείο.

–Άλλα παιδιά έχεις;

Μία κόρη την Τούλα. Ζει και εργάζεται στη Χάγη, αλλά έρχεται με τα δύο παιδιά της και με βλέπει, όποτε μπορεί, ας είναι καλά. Θέλει κάποτε να κάνει το σπίτι τούτο που μένω μουσείο. Έκανε και ένα οργανισμό μαζί με τον Ηλία από τη Γιαλούσα, τον Μουσταφά από την Γαληνόπορνη και άλλους. Εμένα ’βάλαν με τιμής ένεκεν πρόεδρο γιατί είμαι ο μεγαλύτερος.

(ένθετο)

«Να μην πάσιν χαμένες οι θυσίες των εγκλωβισμένων»

–Από το 1974 και μετά είχες προβλήματα με τους Τούρκους;

Όχι, μόνο μικροπροβλήματα, αν αγνοήσεις πολλά πράγματα, πάρα πολλά που καλύτερα να μη λέγονται τώρα. Στις αρχές υπήρχαν Τούρκοι που έκλεβαν. Ένας από αυτούς κάποτε έκλεψε χαρούπια και τα έχωσε μέσα σε ένα λάκκο. Όταν πήγε να τα πάρει με τον γιο του πέθαναν, από τις αναθυμιάσεις. Σε γενικές γραμμές δεν είχαμε προβλήματα με τους Τούρκους. Θλιβερή παρένθεση οι αγνοούμενοι που συλλάβανε στη Γιαλούσα και βρεθήκαν πολλά χρόνια μετά στη λίμνη της Γαλάτειας.

–Τις συνομιλίες για το Κυπριακό τις παρακολουθούσες;

Όπως πάμε, οι μισοί οι δικοί μας δεν θα έλθουν πίσω. Ο Αναστασιάδης κάνει ό,τι μπορεί. Το Κυπριακό, αυτό το κακό ήλθε από τον Θεό.

–Η κυβέρνηση σας βοήθησε;

Είμαι υπεύθυνος εδώ. Κάθε εβδομάδα μας έστελνε, και στέλνει το φαγητό, ό,τι χρειαζόμαστε Κάποτε μας κόβει κανένα κατοστάρικο από τη χρηματική βοήθεια. Τώρα, εγώ πιάνω 430 ευρώ τον μήνα σύνταξη. Μας βοηθάει το κράτος και για μια κοπέλα που έχω για βοήθεια. Δίνω εισφορά για ιατρική περίθαλψή και εδώ που μένω και στη Δημοκρατία.

–Αν είχες μπροστά σου τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τι θα του έλεγες;

Θα του έλεγα να μη δεχθεί λύση που δεν θα ψηφίσει ο κόσμος ο καλός. Ξένους στρατούς και εγγυήσεις τρίτων, δεν θέλουμε τζιαι για να μεν πάσιν χαμένες οι πολλές θυσίες των εγκλωβισμένων πρέπει η ανατολική Καρπασία να είναι υπό ελληνική διοίκηση όπως μας έλεγαν το 2004, αλλά δεν δεχθήκαμε.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Τομαρά

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση