ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το Ανώτατο μπλοκάρει το επίδομα πατρότητας για ανύπαντρους

Εκρινε αντισυνταγματικούς δύο νόμους που ανέφερε στο Δικαστήριο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας

ΚΥΠΕ

Ως αντισυνταγματικούς έκρινε την Τετάρτη η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δύο νόμους τους οποίους είχε αναφέρει στο Δικαστήριο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Πρόκειται για τον νόμο με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018» και τον νόμο με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Προστασίας της Πατρότητας(Τροποποιητικός) Νόμος του 2018».

Με τις αναφορές του ο Πρόεδρος ζητούσε γνωμάτευση του Ανωτάτου κατά πόσον οι δύο νόμοι είναι αντίθετοι και/ή ασύμφωνοι με συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών η οποία διαπνέεται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.

Σύμφωνα με τη ομόφωνη γνωμάτευση του Ανωτάτου, η οποία δόθηκε από τον Πρόεδρο του Μύρωνα Νικολάτο, «οι υπο αναφορά νόμοι είναι αντίθετοι και, ασύμφωνοι με το άρθρο 80.2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και επομένως είναι αντισυνταγματικοί, εφόσον δεν διασώζονται από το Ενωσιακό Δίκαιο».

Όπως αναφέρεται, οι δύο Αναφορές είναι αλληλένδετες, καθώς με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (τροποποιητικό) νόμο του 2018 διευρύνεται η έννοια του όρου «Σύζυγος», για να καλύπτει πρόσωπα που δεν έχουν τελέσει γάμο, αλλά αποδεδειγμένα συζούν ως σύζυγοι, με τη μητέρα του παιδιού, για να λαμβάνουν το επίδομα πατρότητας, ενώ με τον περί Προστασίας της Πατρότητας (τροποποιητικό) νόμου του 2018 τροποποιήθηκε το Άρθρο 3 του βασικού Νόμου, για να δικαιούνται, σε άδεια πατρότητας και οι συντρόφοι των μητέρων που δεν είναι νυμφευμένοι και δεν έχουν συνάψει σύμφωνο πολιτικής συμβίωσης με τη μητέρα του παιδιού, αλλά συζούν με αυτήν.

Η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων με τις δύο προτάσεις Νόμου διεύρυνε την ομάδα δικαιούχων σε επίδομα κοινωνικής ασφάλισης και άδεια πατρότητας αυξάνοντας έτσι τις δαπάνες του Κράτους που προβλέπονται στον προϋπολογισμό, εφόσον επιβαρύνεται επιπλέον το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατά παράβαση του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο συμφώνησε με τη θέση που εξέφρασε ο Γενικός Εισαγγελέας, εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι ανεπιτυχώς προσπάθησε η Βουλή να επιχειρηματολογήσει ότι οι υπό Αναφορά Νόμοι είναι/προϊόν εναρμόνισης με το ενωσιακό δίκαιο, (το οποίο υπερισχύει του Συντάγματος της Δημοκρατίας).

«Είναι πρόδηλο ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει Οδηγία που να υποχρεώνει τα Κράτη Μέλη να παραχωρούν επίδομα ή άδεια πατρότητας στα προαναφερόμενα άτομα», προστίθεται στη γνωμάτευση.

Σημειώνεται ότι «λαμβάνοντας υπόψιν ότι η Κυπριακή έννομη τάξη είναι ήδη εναρμονισμένη με τις σχετικές Οδηγίες περί Ισότητας των Φύλων (και μάλιστα αυτό ρητά αναφέρεται και είναι παραδεκτό και από την Βουλή των Αντιπρόσωπων) και δεδομένου ότι δεν υπάρχει σαφές Ενωσιακό Δίκαιο που επιβάλλει την παροχή άδειας και επιδόματος πατρότητας, στα προαναφερόμενα άτομα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν τίθεται θέμα άμεσης ή έμμεσης διάκρισης μεταξύ των δυο φύλων με την παροχή άδειας και επιδόματος πατρότητας μόνο στους έγγαμους πατέρες και σε αυτούς που έχουν συνάψει σύμφωνο πολιτικής συμβίωσης, ούτε και παραβιάζεται, εν προκειμένω, το Ενωσιακό Δίκαιο».

Σύμφωνα με τη γνωμάτευση «οι διατάξεις των υπό Αναφορά Νόμων αφορούν αμιγώς την εθνική έννομη τάξη εφόσον δεν τίθεται θέμα εφαρμογής Κανόνων της Ένωσης και/ή μεταφοράς Οδηγίας στην Κυπριακή έννομη τάξη. Στην απουσία σχετικού ενωσιακού δικαίου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι ισχυρισμοί της Καθ΄ ης η αίτηση είναι ανεδαφικοί και αβάσιμοι».

«Με τη ψήφιση των υπό Αναφορά Νόμων και τη συμπερίληψη των προσώπων που οι συμβίες τους αποκτούν παιδί, χωρίς να έχουν τελέσει γάμο ή να έχουν συνάψει σύμφωνο πολιτικής συμβίωσης με αυτές, στους δικαιούχους», όπως αναφέρεται «είναι πρόδηλο ότι αυξάνονται οι δαπάνες του Κράτους, οι οποίες προβλέπονται από τον Προϋπολογισμό, καθώς οι πρόνοιες τους διευρύνουν την ομάδα των δικαιούχων του επιδόματος και της άδειας πατρότητας, συμπεριλαμβάνοντας και πρόσωπα που δεν έχουν τελέσει ούτε γάμο, ούτε και έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Αυτό συνεπάγεται επιβάρυνση του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας και αύξηση των εξόδων του Προϋπολογισμού καθότι μια ομάδα προσώπων που δεν είχε δικαίωμα σε παροχή επιδόματος και άδειας πατρότητας, με τη ψήφιση των υπό Αναφορά Νόμων, αποκτά αυτό το δικαίωμα».

«Η αύξηση των δαπανών του Κράτους είναι πρόδηλη καθώς με την εφαρμογή των υπό Αναφορά Νόμων και την ένταξη των προσώπων που δεν έχουν τελέσει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης στους δικαιούχους επιδόματος και άδειας πατρότητας, αποκτάται αυτό το δικαίωμα, και συνακόλουθα οι υπό Αναφορά Νόμοι, οι οποίοι ψηφίστηκαν κατόπιν προτάσεως Νόμου, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνοι με το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος», καταλήγει το Ανώτατο στην γνωμάτευση του.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση

X