ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Διευκρινίσεις για τον καθορισμό του κατώτατου από την Στατιστική Υπηρεσία

Τι αναφέρει σχετική ανακοίνωση

ΚΥΠΕ

Η συζήτηση αναφορικά με τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, και τον τρόπο υπολογισμού του συμπεριέλαβε τις διαφωνίες συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων για το ποια στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται ως βάση υπολογισμού των διάμεσων απολαβών, πάνω στις οποίες θα καθοριστεί ποσοστό για τον κατώτατο μισθό. Εξ αφορμής των δημοσιευμάτων και συζητήσεων σχετικά με το θέμα, η Στατιστική Υπηρεσία, με ανακοίνωσή της, παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τις έρευνες που διεξάγει και τις επίσημες στατιστικές που παράγει και δημοσιεύει και οι οποίες σχετίζονται με το θέμα, ενώ σημειώνει ότι συγκρίνοντας τις δύο πηγές σε κοινά έτη, διαφαίνεται ότι υπάρχει συνοχή και συγκρισιμότητα στα αποτελέσματα που δημοσιεύονται.

Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της, η Στατιστική Υπηρεσία δημοσιεύει στοιχεία για μέσες και διάμεσες μηνιαίες απολαβές στη βάση δύο κύριων πηγών/στατιστικών εργασιών: από την Έρευνα Απολαβών και από τις Μέσες Μηνιαίες Απολαβές Υπαλλήλων από στοιχεία του Αρχείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Αντίθετα, σημειώνει ότι η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (Survey on Income and Living Conditions – EU-SILC), η οποία αναφέρεται σε πρόσφατα δημοσιεύματα κατ’ επανάληψη, αποτελεί έρευνα που διεξάγεται από τη Στατιστική Υπηρεσία βάσει Ευρωπαϊκού Κανονισμού, η οποία χρησιμοποιείται στον υπολογισμό στατιστικών που σχετίζονται με την κατανομή του εισοδήματος, τη φτώχια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις συνθήκες διαβίωσης. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, από την έρευνα αυτή δεν καταρτίζονται επίσημες στατιστικές για τις μέσες και διάμεσες απολαβές ούτε σε εθνικό επίπεδο από τη Στατιστική Υπηρεσία, αλλά ούτε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), αφού έχει σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί εντελώς διαφορετικό σκοπό. Όπως σημειώνει, τα μεγέθη που παρουσιάζονται στις συζητήσεις δεν αποτελούν επίσημες στατιστικές αλλά αποτέλεσμα μελέτης στη βάση παραδοχών από ιδιώτες ερευνητές.

Απαντώντας στα διάφορα δημοσιεύματα, η Στατιστική Υπηρεσία διευκρινίζει ότι η έρευνα «EU-SILC» οργανώνεται και διεξάγεται από τη Στατιστική Υπηρεσία σε ετήσια βάση από το 2005, βάσει του ετήσιου Προγράμματος Στατιστικών Δραστηριοτήτων. Δεν είναι «Ευρωπαϊκή Υπηρεσία», δεν είναι «Ευρωπαϊκή Επιτροπή», δεν είναι «μεθοδολογία για τον καθορισμό των πραγματικοτήτων στην αγορά εργασίας» ούτε «Σχολή» ή «Μεθοδολογία της Eurostat» ή «Μεθοδολογία του ILO» για τον υπολογισμό των διάμεσων απολαβών, όπως αναφέρεται σε πολλά δημοσιεύματα, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία.

«Ο διαχωρισμός δε της Έρευνας «EU-SILC» από τις υπόλοιπες επίσημες στατιστικές, παρουσιάζοντάς την ως «έρευνα που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία» σε αντιπαράθεση με «εγχώρια παραγόμενες στατιστικές», αποτελεί προϊόν άγνοιας και παραπληροφόρησης, σημειώνει στην ανακοίνωση.

Συγκρίνοντας τις έρευνες που καταρτίζει η Στατιστική Υπηρεσία για το θέμα, αναφέρει ότι η Έρευνα Απολαβών (EA) είναι μια επαναλαμβανόμενη έρευνα που διεξάγεται από τη Στατιστική Υπηρεσία από το 2002, με συχνότητα κάθε τέσσερα χρόνια, βάσει του ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 530/1999 του Συμβουλίου για τις διαρθρωτικές στατιστικές σχετικά με τις αποδοχές και το κόστος εργασίας. Αποτελεί τη βασική πηγή πληροφόρησης σχετικά με τη διαχρονική εξέλιξη των απολαβών των υπαλλήλων στην αγορά εργασίας της Κύπρου. Τα στοιχεία της εν λόγω έρευνας αποστέλλονται στη Eurostat που ακολούθως δημοσιεύει στατιστικές για τις μέσες και διάμεσες απολαβές, αφού διενεργήσει ποιοτικούς ελέγχους.

Στόχος της Έρευνας είναι η παροχή στοιχείων που να είναι ακριβή και εναρμονισμένα μεταξύ των χωρών μελών της Ε.Ε. και των υπό ένταξη χωρών, για χάραξη πολιτικής αλλά και για ερευνητικούς σκοπούς. Η ΕΑ δίδει λεπτομερή και συγκρίσιμα στοιχεία για τη σχέση μεταξύ του επιπέδου των απολαβών υπαλλήλων, των ατομικών χαρακτηριστικών τους (φύλο, ηλικία, επάγγελμα, διάρκεια υπηρεσίας, ψηλότερο ολοκληρωμένο επίπεδο μόρφωσης, κλπ.) και του εργοδότη τους (οικονομική δραστηριότητα, μέγεθος, κλπ).

Είναι δειγματοληπτική έρευνα που διενεργείται με προσωπικές συνεντεύξεις σε επιχειρήσεις. Γίνεται, επίσης, χρήση διοικητικών πηγών, όπως το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, η Αστυνομία Κύπρου και το Αρχείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Η ΕΑ καλύπτει επιχειρήσεις σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες, εκτός από τη Γεωργία, Αλιεία, Δραστηριότητες Ιδιωτικών Νοικοκυριών και Δραστηριότητες ετερόδικων οργανισμών (Τομείς B - S του συστήματος ταξινόμησης NACE Αναθ. 2). Καλύπτονται επιχειρήσεις με 1 ή περισσότερους υπαλλήλους. Η ΕΑ καλύπτει τον πληθυσμό υπαλλήλων που απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον μήνα αναφοράς. Η στατιστική μονάδα για την έρευνα είναι ο υπάλληλος.

Στην Κύπρο, η πιο πρόσφατη ΕΑ διενεργήθηκε για πέμπτη φορά κατά το 2019, με έτος αναφοράς το 2018 και το τελικό δείγμα περιλάμβανε 1.372 επιχειρήσεις και 29.367 υπαλλήλους.

Οι κύριες μεταβλητές της έρευνας είναι οι ωριαίες απολαβές, οι μηνιαίες απολαβές και οι ετήσιες απολαβές για υπαλλήλους κατά φύλο, τύπο εργοδότησης (πλήρης/μερική απασχόληση), ηλικία, διάρκεια υπηρεσίας στην επιχείρηση, επαγγελματική κατηγορία και ανώτατο ολοκληρωμένο επίπεδο εκπαίδευσης.

Δημοσιεύονται πίνακες με στοιχεία για τις μέσες και διάμεσες ωριαίες, μηνιαίες και ετήσιες απολαβές υπαλλήλων. Τα στοιχεία για τις ωριαίες απολαβές περιλαμβάνουν πληροφόρηση για τους μερικώς και πλήρως απασχολούμενους υπαλλήλους, ενώ για τις μηνιαίες και ετήσιες απολαβές, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι πλήρως απασχολούμενοι υπάλληλοι. Τα δεδομένα αναλύονται ανά οικονομική δραστηριότητα των εργοδοτών και ανά επαγγελματική κατηγορία των υπαλλήλων. Υπάρχουν, επίσης, πληροφορίες που διασυνδέουν το επίπεδο απολαβών με την υπηκοότητα των υπαλλήλων αλλά και με τη μορφή οικονομικού ελέγχου του εργοδότη (δημόσιος/ιδιωτικός έλεγχος).

Επιπρόσθετα, η Στατιστική Υπηρεσία αναφέρει ότι, για σκοπούς παρακολούθησης των μέσων και διάμεσων απολαβών κατά τα ενδιάμεσα χρόνια, στα οποία δεν διενεργείται η Έρευνα Απολαβών, παράγονται τα ετήσια στοιχεία των μέσων μηνιαίων απολαβών των υπαλλήλων που αναφέρονται σε ακαθάριστες απολαβές. Έχουν σαν πηγή το αρχείο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αναφέρονται στους υπαλλήλους μόνο. Στον υπολογισμό των στοιχείων λαμβάνονται υπόψη οι απολαβές όλων των υπαλλήλων στο αρχείο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (τόσο πλήρους όσο και μερικής απασχόλησης). Οι Μέσες Μηνιαίες Απολαβές των υπαλλήλων περιλαμβάνουν τον βασικό μισθό, το τιμαριθμικό επίδομα, απολαβές υπερωριών, το Ταμείο Αδειών, οποιαδήποτε επιδόματα έλαβαν οι υπάλληλοι κατά την περίοδο αναφοράς, καθώς επίσης 13ο μισθό και αναδρομικές πληρωμές, προτού αφαιρεθούν οποιεσδήποτε συνεισφορές στα υποχρεωτικά ταμεία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Από τα στοιχεία εξαιρούνται οι απασχολούμενοι που έχουν απολαβές λιγότερες από το 50% του κατώτατου μισθού σύμφωνα με το περί Κατώτατων Μισθών Διάταγμα, καθώς θεωρείται ότι δεν ασκούν κανονική εργασία. Καλύπτονται όλοι οι οικονομικοί τομείς εκτός των δραστηριοτήτων των νοικοκυριών ως εργοδοτών και των δραστηριοτήτων των ετερόδικων οργανισμών και φορέων.

Από την άλλη, η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) διεξάγεται από τη Στατιστική Υπηρεσία δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1700 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και στοχεύει στο να συλλέξει συγχρονικά και διαχρονικά μικροδεδομένα σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος, τη φτώχια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Τα μικροδεδομένα αυτά πρέπει να είναι συγκρίσιμα μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Εξετάζει, μεταξύ άλλων, διάφορες πολιτικές της ΕΕ σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης και τη φτώχια, όπως την παιδική φτώχια, την πρόσβαση στις υπηρεσίες φροντίδας υγείας και άλλες υπηρεσίες, τη στέγαση, την υπερχρέωση των νοικοκυριών και την ποιότητα ζωής. Είναι, επίσης, η κύρια πηγή δεδομένων για σκοπούς παραγωγής γρήγορων εκτιμήσεων (flash estimates) για την κατανομή του εισοδήματος και του κινδύνου φτώχιας, σημειώνει η Στατιστική Υπηρεσία.

Η EU-SILC είναι δειγματοληπτική έρευνα που διενεργείται με προσωπικές και τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε νοικοκυριά με τη χρήση υπολογιστών. Γίνεται, επίσης, χρήση διοικητικών πηγών, όπως οι Μισθοί και Συντάξεις από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, οι Πληρωμές Επιδομάτων από Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων (μέσω Κεντρικής Αποθήκης Πληροφοριών (ΚΑΠ)), οι Πληρωμές Κοινωνικών Επιδομάτων από Διάφορες Υπηρεσίες του Κράτους (μέσω Κεντρικής Αποθήκης Πληροφοριών (ΚΑΠ)). Στη συνέχεια ακολουθείται εναλλασσόμενος σχεδιασμός 4 υπό-δειγμάτων με την αντικατάσταση ενός υποδείγματος κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο το υπο-δείγμα που συμπλήρωσε 4 χρόνια στην έρευνα αφαιρείται και στη θέση του επιλέγεται ένα καινούργιο. Ο σχεδιασμός αυτός είναι κατάλληλος για να καλύψει τη συγχρονική και διαχρονική συνιστώσα της έρευνας. Για την επιλογή του δείγματος χρησιμοποιείται στρωματοποιημένη δειγματοληψία κατά επαρχία και αστική/αγροτική περιοχή (9 στρώματα). Σε κάθε στρώμα το δείγμα επιλέγεται με απλή τυχαία δειγματοληψία. Η EU-SILC καλύπτει τα νοικοκυριά σε παγκύπρια βάση. Η στατιστική μονάδα για την έρευνα είναι το νοικοκυριό και τα μέλη του. Το τελικό μέγεθος του δείγματος είναι περίπου 5.000 νοικοκυριά.

Η Στατιστική Υπηρεσία σημειώνει ότι "η χρήση των επίσημων στατιστικών ως πηγή πληροφόρησης για χάραξη πολιτικής προάγει τον δημοκρατικό διάλογο μεταξύ των εμπλεκομένων και οδηγεί στη λήψη επιστημονικά εμπεριστατωμένων αποφάσεων, αφού κατά τον καταρτισμό των επίσημων στατιστικών χρησιμοποιούνται κατάλληλες στατιστικές διαδικασίες με διαφάνεια, αξιοπιστία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία".

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X