ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μαζική έξοδος Γερμανών καταθετών από ξένες τράπεζες μετά την κρίση της Silicon Valley

Από τις 10 Μαρτίου και μετά, αυξήθηκε η ζήτηση για λογαριασμούς στις γερμανικές τράπεζες που θεωρούνται ασφαλέστερες

ΠΗΓΗ: Reuters

Παραδοσιακά φανατικοί της αποταμίευσης, οι Γερμανοί εμπιστεύονται τις δικές τους τράπεζες παρά τα προβλήματά τους και αποφεύγουν τις καταθέσεις σε τράπεζες στο εξωτερικό παρά τις υψηλότερες αποδόσεις που μπορούν να τους προσφέρουν. Ιδιαιτέρως μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, ο φόβος τους να εμπλακούν σε κάποιου τέτοιου είδους κρίση αντανακλάται στη μείωση των καταθέσεών τους σε ξένες τράπεζες.

Μέχρι τις 10 Μαρτίου, οπότε και κατέρρευσε η Silicon Valley Bank, τα γερμανικά νοικοκυριά τοποθετούσαν τις αποταμιεύσεις τους σε μικρές τράπεζες χωρών με ασθενέστερες οικονομίες όπως η Λιθουανία, η Μάλτα, η Ιταλία και η Πορτογαλία, προκειμένου να αντλούν μεγαλύτερες αποδόσεις από τα υψηλότερα επιτόκια. Μέχρι την περασμένη Πέμπτη η μικρή ιταλική τράπεζα Smart Bank έδινε το υψηλότερο επιτόκιο 12 μηνών, που έφτανε στο 3,5%. Την ακολουθούσαν με μικρή διαφορά η Izola Banka της Μάλτας και η Banka Kovanika της Κροατίας με επιτόκια 3,45%. Την ίδια στιγμή, αντιθέτως, το υψηλότερο επιτόκιο που μπορούσαν να έχουν οι Γερμανοί καταθέτες από τους λογαριασμούς τους σε γερμανικές τράπεζες ήταν μόλις 2,55%.

Από τις 10 Μαρτίου και μετά, αυξήθηκε η ζήτηση για λογαριασμούς στις γερμανικές τράπεζες που θεωρούνται ασφαλέστερες.

Από τις 10 Μαρτίου και μετά, όμως, σημειώθηκε πλήρης στροφή των Γερμανών στις δικές τους εγχώριες τράπεζες. Η ζήτηση για καταθέσεις στο εξωτερικό μειώθηκε απότομα κατά 15%-20% σε σύγκριση με τα επίπεδα του Φεβρουαρίου, σύμφωνα με στοιχεία από τις πλατφόρμες Check24 και Biallo που συνεργάζονται με τις τράπεζες και συγκεντρώνουν στοιχεία. Το ίδιο χρονικό διάστημα, αντιθέτως, αυξήθηκε η ζήτηση για λογαριασμούς στις γερμανικές τράπεζες, που θεωρούνται ασφαλέστερες χάρη στην υψηλή βαθμολογία πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, αλλά και χάρη στους δύο διαφορετικούς μηχανισμούς ασφάλισης των καταθέσεών της. Οι παγιωμένες αυτές πεποιθήσεις ενδέχεται, πάντως, και να μην αντανακλούν πλήρως την πραγματικότητα, αν σκεφτεί κανείς πως η εμβληματική τράπεζα της Γερμανίας, Deutsche Bank, βρέθηκε κι εκείνη προ ημερών στη δίνη της τραπεζικής κρίσης και η μετοχή της βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση 13%. Είχε, άλλωστε, κι εκείνη στο παρελθόν πολλές αμαρτίες, αν και κάπως διαφορετικές από εκείνες της Credit Suisse.

Η μαζική έξοδος των Γερμανών από τις ξένες τράπεζες και η στροφή τους στις γερμανικές παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την έξοδο των Αμερικανών καταθετών από τις μικρές περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ και τη στροφή τους στις μεγάλες τράπεζες της χώρας όπως αυτή κατεγράφη μετά την κατάρρευση της SVB. Ενδέχεται, όμως, να προκαλέσει αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών στις μικρότερες και ασθενέστερες ευρωπαϊκές οικονομίες που προσέβλεπαν στην τεράστια δεξαμενή των γερμανικών αποταμιεύσεων. Μιλώντας στο Reuters ο Μόριτζ Φέλντε, γενικός διευθυντής της πλατφόρμας Check24, επισήμανε πως μετά τις 10 Μαρτίου έχει αλλάξει η ψυχολογία των επενδυτών και των καταθετών και καταγράφεται μεγάλη ζήτηση για λογαριασμούς των τραπεζών χωρών με την υψηλότερη βαθμολογία πιστοληπτικής αξιολόγησης, το γνωστό τριπλό Α. Σύμφωνα, άλλωστε, με εκπρόσωπο της πλατφόρμας Biallo, οι ερωτήσεις και τα αιτήματα για τα σχήματα ασφάλισης καταθέσεων στη Γερμανία τετραπλασιάστηκαν μετά τις 10 Μαρτίου. Οι δύο πλατφόρμες ωστόσο δεν δημοσιεύουν τα στοιχεία τους σχετικά με τη δραστηριότητά τους και επομένως δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί πόσα χρήματα διατηρούν οι Γερμανοί σε καταθέσεις τους στο εξωτερικό.

Υπολογίζεται, πάντως, πως οι ξένες τράπεζες είχαν προσελκύσει το 10% από τα 83 δισ. ευρώ που έχουν τοποθετήσει οι Γερμανοί τους τελευταίους έξι μήνες σε προθεσμιακούς λογαριασμούς στις γερμανικές τράπεζες· η απώλεια αυτών των καταθέσεων στο μέλλον θα μπορούσε να πλήξει αυτές τις μικρότερες ξένες τράπεζες. Σημειωτέον ότι στο σύνολό τους τα γερμανικά νοικοκυριά συγκεντρώνουν αποταμιεύσεις ύψους 2 τρισ. ευρώ.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΠΗΓΗ: Reuters

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση