ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Στο 71,2% το cost to income των κυπριακών τραπεζών

Μεγαλύτερο πρόβλημα όμως αποδεικνύονται τα μειωμένα τους έσοδα, παρά τα μεγάλα τους έξοδα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Μεγαλύτερο πρόβλημα για τις κυπριακές τράπεζες αποδεικνύονται τα μειωμένα τους έσοδα, παρά τα μεγάλα τους έξοδα, όπως προκύπτει από στοιχεία βασικών συγκεντρωτικών χρηματοοικονομικών δεικτών για τον κυπριακό τραπεζικό τομέα από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Από το 2016 έως και σήμερα, οι τράπεζες, παρόλες τις προσπάθειες για μείωση των εξόδων τους μέσω Σχεδίων Εθελουσίας Εξόδου, κλεισίματος καταστημάτων και ψηφιοποίησης πολλών διαδικασιών τους, έχουν κάνει επί της ουσίας «μια τρύπα στο νερό». Το κόστος προς τα έσοδα των κυπριακών τραπεζών (cost to income) ανήλθε το Μάρτη του 2021 στο υψηλό του 71,2%, φανερά αυξημένο από το 67,1% του Μάρτη του 2020. Για να υπάρχει και ακριβής σύγκριση, το Μάρτη του 2019 ανερχόταν στο 70,3%, το Μάρτη του 2018 στο 63,9%, το Μάρτη του 2017 στο 51,5% και το Δεκέμβρη του 2016 (τελευταίο στοιχείο που παρέχει η Κεντρική) στο 52,6%.Το κόστος του προσωπικού των τραπεζών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία (staff expenses) ανερχόταν το Μάρτη του 2021 στο 56,3% και το Δεκέμβρη του 2016 στο 55,7%. Ουσιαστικά στον ίδιο παρονομαστή πέντε χρόνια μετά. Παρόλες δηλαδή τις προσπάθειες των τραπεζών για μείωση του κόστους του προσωπικού, είχαν αρκετά μικρή επίδραση (αποτύπωμα). Σημειωτέον δε, πως από το 2016 οι τράπεζες πρέπει να έχουν προχωρήσει σε περισσότερα από 10 Σχέδια Εθελουσίας Εξόδου. Κάποιος θα ανέμενε πως, με τις μειώσεις του προσωπικού και όλα τα συναφή, θα μειωνόταν το κόστος προς τα έσοδα των τραπεζών (cost to income). Ωστόσο, το πρόβλημα εντοπίζεται και στη μείωση των εσόδων των τραπεζών. Σίγουρα υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω μείωση των υπαλλήλων και μείωση των καταστημάτων σε ένα τραπεζικό σύστημα που είναι υπερπλήρες. Ωστόσο, ακόμα και με εκείνους τους λίγους που θα «πατήσουν το κουμπί» της εξόδου από την τράπεζα, το ποσοστό του κόστους προς τα έσοδα δεν θα διορθωθεί σημαντικά. Ο λόγος που δεν μπορούν να αποκομίσουν αρκετά έσοδα, είναι ότι οι τράπεζες φαίνεται πως έχουν «κλειδωθεί» σε μια κατάσταση που δεν μπορούν να παράξουν εύκολα έσοδα από άλλες πηγές, εκτός από την παραδοσιακή του «δίνω δάνεια, αναμένω τους τόκους». Άλλες πηγές λογίζονται έσοδα που προκύπτουν από τη διαχείριση κεφαλαίων, την πώληση μετοχών, από το «trading», από το να ενεργούν ως σύμβουλοι σε μεγάλα «deals» και άλλα συναφή, όπως πράττουν δηλαδή οι τράπεζες του εξωτερικού.

Μόνο από επιτοκιακά έσοδα

Μία τράπεζα έχει δύο ειδών έσοδα. Αυτά που έχουν να κάνουν με δάνεια και έσοδα που έχουν να κάνουν με επενδύσεις. Στο κομμάτι των εσόδων των τραπεζών φαίνεται από τους αριθμούς που δίνει η Κεντρική στους συγκεντρωτικούς χρηματοοικονομικούς δείκτες για τον κυπριακό τραπεζικό τομέα πως υπάρχει σαφές περιθώριο για βελτίωση, για να μην το πούμε αδυναμία. Εάν δούμε τη στήλη «trading and foreign exchange results» (αποτελέσματα συναλλαγών και συναλλάγματος) στο μίγμα των εσόδων των τραπεζών (income), για το Μάρτη του 2021 το ποσοστό ανήλθε στο αρνητικό -7,5%. Το Μάρτη του 2020 ανερχόταν στο 1,4%, το Μάρτη του 2019 στο 1,2%, το Μάρτη του 2018 στο 18,4%, το Μάρτη του 2017 στο 6,3% και το Δεκέμβρη του 2016 στο 9,1%.

Από την άλλη, το «net interest income» (καθαρά έσοδα από τόκους γνωστά και ως επιτοκιακά έσοδα) φαίνεται να είναι και αυτό που κρατά τις κυπριακές τράπεζες «ζωντανές». Για του λόγου το αληθές, τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών για το Μάρτη του 2021 έφταναν το 79,4%, το Μάρτη του 2020 στο 74,6%, το Μάρτη του 2019 στο 75,8%, το Μάρτη του 2018 στο 73,3%, το Μάρτη του 2017 στο 74,1% και το Δεκέμβριο του 2016 στο 75,3%.

Προβληματίζει η αποδοτικότητα

Διαφαίνεται λοιπόν πως οι κυπριακές τράπεζες δεν έχουν ανεπτυγμένη την ικανότητα παραγωγής εσόδων πέρα από τα επιτοκιακά έσοδα που απολαμβάνουν εάν και εφόσον ένα δάνειο δεν περάσει σε μη εξυπηρετούμενο. Η λειτουργική αποδοτικότητα των κυπριακών τραπεζών (business model) παρουσιάζει χαμηλούς δείκτες και είναι το πρόβλημα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν μετά την εξάλειψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Καλώς ή κακώς, μετά από μία δεκαετία, οι κυπριακές τράπεζες θα έχουν καταφέρει να μειώσουν σε μονοψήφια ποσοστά τα μη εξυπηρετούμενά τους και θα πρέπει να ασχοληθούν με άλλους δείκτες που χρήζουν προσοχής, επειδή –δικαιολογημένα- είχαν στρέψει την προσοχή τους μόνο εκεί. Αν στα 10 ευρώ που εισπράττουν οι τράπεζες τα 7 ευρώ αφορούν έξοδα και από τα υπόλοιπα 3 πρέπει να αποδοθούν φόροι και προβλέψεις μεταξύ άλλων, τότε το μοντέλο των κυπριακών τραπεζών –όπως καταδεικνύει η ΚΤΚ μέσω των στοιχείων που παρουσιάζει- χρειάζεται βελτίωση. Δεν παράγουν τόσα έσοδα για να δικαιολογούν τα έξοδα που παράγουν και το «general and administrative expenses» (γενικά και διοικητικά έξοδα - λαϊκιστί πόσα σπαταλούν) οι τράπεζες το Μάρτη του 2021 ανήλθε στο 34,5%. Το Μάρτη του 2020 στο 37,9%, το Μάρτη του 2019 στο 42,2%, το Μάρτη του 2018 στο 46%, το Μάρτη του 2017 στο 42,7% και το Δεκέμβριο του 2016 στο 40,3%. Μπορεί να έχει μειωθεί το ποσοστό από το υψηλότερο ποσοστό του 2018, ωστόσο παραμένει αρκετά υψηλά το 2021.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X