ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Δρ. Τ. Αναστασάτος: Είμαστε αισιόδοξοι για την κυπριακή οικονομία

Η Eurobank παρουσιάζει υγιή οικονομικά μεγέθη που της επιτρέπει να πρωτοστατήσει στην οικονομική ανάκαμψη του τόπου

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Αισιοδοξεί για την κυπριακή οικονομία ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank, δρ Τάσος Αναστασάτος, τονίζοντας πως αναμφίβολα η απόφαση για επέκταση της τραπεζικής παρουσίας του Ομίλου στην Κύπρο συσχετίζεται με αυτές τις θετικές οικονομικές προοπτικές. Στη συνέντευξή του στην «Κ» ο δρ Τάσος Αναστασάτος υπενθυμίζει πως, ο όμιλος της Eurobank έχει συστημική παρουσία σε τρεις οικονομίες, Κύπρου, Ελλάδας και Βουλγαρίας, συμπληρώνοντας παράλληλα ότι, οι τρεις αυτές οικονομίες αναμένεται να κινηθούν καλύτερα από τη μέση ευρωπαϊκή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.

Όσον αφορά στα γεωστρατηγικά, ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank σημειώνει ότι οι κρίσεις δημιουργούν και ευκαιρίες, και η κυπριακή οικονομία έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα ευέλικτη και ταχεία στο να τις αντιλαμβάνεται. Στη συνέντευξή του υποδεικνύει πως, αν υπάρχει ένα σημείο που χρήζει προσοχής στην εικόνα επίδοσης της κυπριακής οικονομίας είναι το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, το οποίο όπως δηλώνει παραμένει υψηλό, άνω του 9% του ΑΕΠ.

Τέλος, ο δρ Αναστασάτος, μεταξύ άλλων, σχολιάζει την επίδοση της κυπριακή οικονομίας του χρόνου που πέρασε, προχωρά σε εκτίμηση για το 2024, αναφέρει τις δύο αδυναμίες του κυπριακού τραπεζικού τομέα και τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ σχετικά με τα επιτόκια.

-Πώς σχολιάζετε την επίδοση της κυπριακής οικονομίας το 2023;

-Η κυπριακή οικονομία συνέχισε και το 2023 την ισχυρή ανάκαμψη που σημείωσε και το 2021- 2022, αναπτυσσόμενη στην περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2023 με μέσο ρυθμό 2,5%, τρίτη καλύτερη επίδοση στην Ευρωζώνη. Εκτιμούμε ότι στο σύνολο του 2023 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 2,2-2,3%. Είναι σημαντικό ότι αυτή η επίδοση επιτεύχθηκε εντός ενός διεθνούς περιβάλλοντος οικονομικής στασιμότητας, δεδομένου ότι η Ευρωζώνη κατά μέσο όρο είχε ανάπτυξη μόλις 0,5% το 2023 (κι εκεί περίπου θα κινηθεί και το 2024), μια σημαντική υπεραπόδοση που δείχνει τη δυναμική της κυπριακής οικονομίας.

Μάλιστα, η ανάπτυξη δεν προέρχεται μόνο από την κατανάλωση αλλά και τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, ιδίως των υπηρεσιών, οι οποίες έχουν αυξηθεί κατά πάνω από 40% από το 2020. Εξίσου σημαντικό, είναι κλαδικά διαφοροποιημένη αφού δεν αφορά μόνο τον τουρισμό αλλά και το εμπόριο, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης αλλά και τις νέες τεχνολογίες, χάρη και στην πολιτική προσέλκυσης headquartering. Η ανάπτυξη επέτρεψε την αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 5,8% του εργατικού δυναμικού στο τρίτο τρίμηνο του 2023, ένα χαμηλό 13 ετών για τη συγκεκριμένη περίοδο του έτους. Ο πληθωρισμός δεν έχει επιστρέψει ακόμα στην περιοχή του 2% αλλά είναι ο τέταρτος χαμηλότερος στην Ευρωζώνη στο δεκάμηνο του 2023, παρά την υψηλότερη ανάπτυξη, και θα κυμανθεί λίγο πάνω από το 4% για το σύνολο του έτους. Τα δημόσια οικονομικά επίσης χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, με πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα ήδη από το 2021, το οποίο μεγεθύνθηκε στο 3,9% του ΑΕΠ το 2022 και εκτιμάται ότι και το 2023 διατηρήθηκε στην περιοχή του 3,5% του ΑΕΠ. Αν υπάρχει ένα σημείο που χρήζει προσοχής σε αυτή τη γενικώς εξαιρετική εικόνα είναι το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, το οποίο παραμένει υψηλό, άνω του 9% του ΑΕΠ, δεδομένου ότι οι εισαγωγές αγαθών αυξάνονται ακόμα ταχύτερα από τις εξαγωγές. Θα απαιτηθεί συστηματική προσπάθεια τα επόμενα χρόνια, τόσο στην περαιτέρω τόνωση των εξαγωγών, όσο και στην υποκατάσταση εισαγωγών, ώστε να επιτευχθεί εξωτερική ισορροπία και το κυπριακό μοντέλο ανάπτυξης να αποδειχτεί ανθεκτικό. Αυτό είναι απολύτως εφικτό αλλά προϋποθέτει επιμονή στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την τόνωση της παραγωγικότητας.

-Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για το 2024;

-Εκτιμούμε ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί φέτος σε 2,6-2,7%, καθόσον η ιδιωτική κατανάλωση τονώνεται από τη μείωση της ανεργίας αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των πολιτών έναντι του πληθωρισμού. Επιπλέον, η ισχυρή ζήτηση ακινήτων δημιουργεί προϋποθέσεις αύξησης της οικοδομικής δραστηριότητας. Γενικότερα, η επενδυτική δραστηριότητα θα τονωθεί σημαντικά το νέο έτος από την υλοποίηση του αναθεωρημένου Σχεδίου Ανάκαμψης αλλά και από τις πρόσφατες πιστοληπτικές αναβαθμίσεις. Το εξωτερικό έλλειμμα εκτιμάται πως θα εξασθενήσει ήπια το 2024, στο 8,0- 8,8% του ΑΕΠ. Στο δημοσιονομικό πεδίο, αναμένεται εκ νέου πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 3,0% του ΑΕΠ και υποχώρηση δημόσιου χρέους πλησίον στο 71,5-73,5% του ΑΕΠ.

-Πιο μακροπρόθεσμα, τι προοπτικές παρουσιάζει η κυπριακή οικονομία;

-Είμαστε αισιόδοξοι. Οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ότι η κυπριακή οικονομία θα αναπτυχθεί στην περίοδο 2025-2028 με ρυθμούς περί το 3%, σαφώς ταχύτερους εκείνων στην Ευρωζώνη, και άρα θα επιτύχει οικονομική σύγκλιση. Αρκετοί τομείς παρουσιάζουν δυναμικές προοπτικές, περιλαμβανομένων των κλάδων Τεχνολογιών Πληροφορικής – Επικοινωνιών, της Ενέργειας (περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων άντλησης κοιτασμάτων αλλά και των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, δεδομένης της στρατηγικής θέσης του νησιού στους διαδρόμους διαμετακόμισης ενέργειας), του Τουρισμού, του τραπεζικού τομέα ο οποίος εμφανίζει πλέον υγιή μεγέθη και περιθώριο ανάπτυξης εργασιών, των υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, των υπηρεσιών υγείας και των κατασκευών.

Τα γεωστρατηγικά

–Πώς κατά τη γνώμη σας οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία και το Ισραήλ επηρεάζουν το αναπτυξιακό μοντέλο της Κύπρου;

-Οι γεωστρατηγικές αναταράξεις, τόσο στην Ουκρανία όσο και στο Ισραήλ, αναμφίβολα αποτελούν έναν κίνδυνο για τις βραχυχρόνιες οικονομικές προοπτικές, είτε μέσω του καναλιού των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, είτε μέσω πιθανής επίπτωσης στον τουρισμό σε περίπτωση κλιμάκωσης του πολέμου στη Γάζα. Τέτοιος κίνδυνος είναι χαμηλός προς ώρας. Από την άλλη πλευρά, οι κρίσεις δημιουργούν και ευκαιρίες, και η κυπριακή οικονομία έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα ευέλικτη και ταχεία στο να αντιλαμβάνεται και να εκμεταλλεύεται τέτοιες ευκαιρίες. Για παράδειγμα, ο πόλεμος στη Γάζα δημιουργεί και δυναμικό για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων χάρη στην πολιτική του headquartering. Επιπλέον, η Κύπρος, μέσω της ένταξής της στους θεσμούς του ανεπτυγμένου κόσμου, αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή και μπορεί να επωφεληθεί από την αναδιάταξη των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων έναντι χωρών της περιοχής που παρουσιάζουν αστάθεια, αλλά και ως διαμετακομιστικός κόμβος στην ενέργεια.

Η τραπεζική παρουσία

-Η απόφαση για επέκταση της τραπεζικής σας παρουσίας στην Κύπρο συσχετίζεται με αυτές τις θετικές οικονομικές προοπτικές;

-Αναμφίβολα ναι. Ο τραπεζικός κλάδος είναι ίσως ο κλάδος με τη στενότερη συσχέτιση με τις μακροοικονομικές προοπτικές. Η σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και τραπεζικού δανεισμού είναι αμφίδρομη: από τη μία, η ανάπτυξη προϋποθέτει στήριξη των επενδύσεων με επαρκή δανειακά κεφάλαια. Ως προς αυτό, ο όμιλος της Eurobank παρουσιάζει υγιή οικονομικά μεγέθη που του επιτρέπουν να πρωτοστατήσει στην χρηματοδότηση της οικονομίας: υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, υψηλότατη ρευστότητα, μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε επίπεδα συγκρίσιμα με τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και πλέον, και μία αμιγώς ιδιωτική μετοχική σύνθεση. Από την άλλη πλευρά, δυναμικές προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης σε μία χώρα σημαίνουν για έναν τραπεζικό όμιλο και δυνατότητες δυναμικής οργανικής ανάπτυξης των εργασιών του. Ως προς αυτό, πρέπει να σημειώσω ότι ο Όμιλός μας έχει συστημική παρουσία σε τρεις οικονομίες, Κύπρου, Ελλάδας και Βουλγαρίας, οι οποίες και οι τρεις αυτές οικονομίες αναμένεται να κινηθούν καλύτερα από τη μέση ευρωπαϊκή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Παρόμοια με την Κύπρο, και η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε το 2023 με ρυθμούς άνω του 2% και το ίδιο αναμένεται να συμβεί και το 2024. Περαιτέρω επιτάχυνση είναι εφικτή μεσοπρόθεσμα με την προϋπόθεση ομαλοποίησης του εξωτερικού περιβάλλοντος. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης είναι οι υψηλοί πόροι από το ΕΣΠΑ 2021- 2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης (υψηλότεροι στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ), η καλή πορεία του τουρισμού, ένας υγιής χρηματοπιστωτικός τομέας, καθώς και η πρόσφατη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από το ελληνικό κράτος, που διευκολύνει κατά πολύ την προσέλκυση επενδύσεων. Επιπλέον, η χώρα έχει πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, με πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και ταχεία αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αντίστοιχα και η Βουλγαρία, αναπτύσσεται με ρυθμούς πέριξ του 2% το 2023 που αναμένεται να επιταχυνθεί σε 2,5% το 2024, με χαμηλή ανεργία και ισορροπημένο εξωτερικό ισοζύγιο, με σημαντική στήριξη από τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και, μεσοπρόθεσμα, την προοπτική εισόδου της χώρας στην Ευρωζώνη το 2025.

-Πότε αναμένετε να ξεκινήσει η αντιστροφή από την ΕΚΤ της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και τι κινδύνους διαβλέπετε για τις τράπεζες;

-Όπως αναφέρθηκε, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη είναι πολύ ασθενική και ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά, γεγονός που συνηγορεί υπέρ του ενδεχομένου μείωσης των επιτοκίων κάποια στιγμή εντός του 2024. Από την άλλη πλευρά, το τελευταίο κομμάτι του αποπληθωρισμού είναι πάντα βραδύτερο, και δεν αποκλείεται και μία πρόσκαιρη αναζωπύρωση του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες λόγω επιδράσεων βάσης. Επιπλέον, η αγορά εργασίας παρουσιάζεται αρκετά ανθεκτική, με μικρή μόνο επίδραση της σφιχτής νομισματικής πολιτικής στην ανεργία και τους μισθούς να παρουσιάζουν ρυθμούς ανόδου γύρω στο 4,5% το 2023 που θα επιβραδυνθεί στο 3,5% το 2024. Με αυτά ως δεδομένα, εκτιμώ ότι η ΕΚΤ δεν θα σπεύσει σε μειώσεις επιτοκίων πριν βεβαιωθεί ότι η μείωση του πληθωρισμού είναι διαρκής και σταθερή, ειδάλλως κινδυνεύει να πληγεί η αξιοπιστία της. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, με τα παρόντα δεδομένα, δεν βλέπουμε μείωση επιτοκίων παρέμβασης της ΕΚΤ πριν τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους. Παράλληλα, βέβαια, εξελίσσεται και η μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ, δηλαδή η αντιστροφή της ποσοτικής επέκτασης των προηγούμενων ετών, που περιορίζει τη συνολική ρευστότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία.

ΜΕΔ και εκποιήσεις οι μεγάλες προκλήσεις

-Ποιες θεωρείτε τις δύο σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα το κυπριακό τραπεζικό σύστημα;

-Tο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρά τη σημαντική του μείωση, παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη (8,3% των δανείων τον Δεκέμβριο του 2023), κατά συνέπεια αποτελεί σημαντική πρόκληση η περαιτέρω μείωσή του για τη σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Μια άλλη πρόκληση είναι η μετάβαση από το γενικό καθεστώς αναστολής εκποίησης ακινήτων που ίσχυε έως τον Δεκέμβριο του 2023 στο νέο πλαίσιο προστασίας τους, το οποίο μεταξύ άλλων προϋποθέτει για την αναστολή εκποίησης κύριας κατοικίας προηγούμενη δικαίωση του δανειολήπτη από το χρηματοοικονομικό επίτροπο.

-Πιστεύετε ότι οι παθογένειες και κακές νοοτροπίες που οδήγησαν τις τράπεζες της Κύπρου στην κρίση του 2013 έχουν αποφασιστικά αντιμετωπιστεί, ή απέμεινε δουλειά που θα έπρεπε να είχε γίνει αλλά αφέθηκε για άλλη στιγμή;

-Ο τραπεζικός κλάδος στην Κύπρο διήλθε μια διαδικασία εκ βάθρων αναδιάρθρωσης κατά τα έτη των Προγραμμάτων Προσαρμογής 2013-2016, με ορισμένα χαρακτηριστικά πρωτόγνωρα για χώρα της Ε.Ε., που συνεχίστηκε με λιγότερο δραστικές ενέργειες κατόπιν των Προγραμμάτων και είναι ακόμα σε εξέλιξη. Η διαδικασία περιλαμβάνει αναδιαρθρώσεις, ανακεφαλαιοποιήσεις, εξαγορές μεταξύ τραπεζών, τραπεζικούς μετασχηματισμούς (π.χ. της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ στη Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ –νυν ΚΕΔΙΠΕΣ). Σημαντικές αλλαγές έγιναν ήδη από το 2013 και στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις διοικήσεις των τραπεζών. Επιπλέον, έχει πραγματοποιηθεί εκτεταμένη αναδιάρθρωση των περιουσιακών στοιχείων του κλάδου, με επίκεντρο τη δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης, και μείωση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα ως ποσοστού του ΑΕΠ για τον περιορισμό των σχετικών κινδύνων. Όλες οι παραπάνω διαδικασίες αναδιάρθρωσης είχαν ως αποτέλεσμα το σημαντικό περιορισμό των ΜΕΔ, την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, τη βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης και των οικονομικών αποτελεσμάτων. Επομένως, συνολικά, ο κυπριακός τραπεζικός τομέας είναι πλέον ευθέως συγκρίσιμος στα δομικά του χαρακτηριστικά και τα οικονομικά του μεγέθη με τα ισχύοντα στην λοιπή Ευρωζώνη, ενώ σε ορισμένους δείκτες υπερέχει έναντι αυτής (π.χ. CET1, συνολικός δείκτης φερεγγυότητας).

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση