ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ταϊβάν: Στις συμπληγάδες ΗΠΑ–Κίνας η οικονομία της

Η ένταση μεταξύ των υπερδυνάμεων πλήττει ανάπτυξη και εξαγωγές

Deutsche Welle, BBC

Καθώς προσέρχονται σήμερα στις κάλπες, οι πολίτες της Ταϊβάν δεν έχουν πρώτη στον νου τους την ένταση στις σχέσεις με την Κίνα, αλλά το μέλλον της οικονομίας τους, που τα τελευταία δύο χρόνια επιβραδύνεται ραγδαία. Ιδιαιτέρως οι νέοι ενδιαφέρονται, όχι τόσο για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την Κίνα, αλλά για το αν υπάρχουν θέσεις εργασίας που να αμείβονται αξιοπρεπώς. Η οικονομία της χώρας, που θα μπορούσε να αποτελέσει την αιτία θερμού επεισοδίου ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ, έχει πληγεί μεταξύ άλλων παραγόντων και από την ένταση στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και το οικονομικό της μέλλον φαίνεται αμφίβολο.

Αλλοτε χαρακτηρίστηκε θαύμα της ανάπτυξης, αλλά η οικονομία της Ταϊβάν δεν είναι πλέον τόσο δυναμική. Η αύξηση του ΑΕΠ της υπήρξε αρκετά εντυπωσιακή το 2021, καθώς έφτασε στο 6,6%, αλλά επιβραδύνθηκε ραγδαία στο 2,6% το 2022 και ακόμη περισσότερο το 2023, όταν αυξήθηκε μόλις κατά 1,4%. Αν και πρωταθλήτρια της βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών με την TSMC, η Ταϊβάν έχει την ίδια τύχη με τους άλλους ασιατικούς γίγαντες της τεχνολογίας, όπως η Νότια Κορέα, καθώς υφίσταται το πλήγμα από την πτώση της παγκόσμιας ζήτησης. Η βιομηχανία της Νότιας Κορέας παραπαίει, ενώ στην Ταϊβάν η παραγωγή μειώθηκε τον Δεκέμβριο για 19ο συναπτό μήνα. Η οικονομία της Ταϊβάν χάνει τη δυναμική της και επιβραδύνεται επειδή έχουν καθηλωθεί οι εξαγωγές της, ενώ έχει μειωθεί η ζήτηση για προϊόντα της από τον σημαντικότατο πελάτη της, την Κίνα.

Σε αντίθεση με άλλες χώρες, ο πληθωρισμός στην Ταϊβάν είναι 2,7%, χαμηλός συγκριτικά με άλλες βιομηχανικές οικονομίες, αλλά οι μισθοί είναι χαμηλοί και χάνουν την αγοραστική τους αξία εξαιτίας της ακρίβειας. Ετσι, η νησιωτική χώρα της Ασίας πληρώνει τώρα το τίμημα για την επιλογή της να βασιστεί κυρίως στους χαμηλούς μισθούς προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές οι εξαγωγές της. Και το πρόβλημα είναι σαφώς χειρότερο για τους νέους της χώρας που αντιμετωπίζουν υψηλή ανεργία, ενώ οι θέσεις εργασίας που βρίσκουν είναι κακοπληρωμένες. Σύμφωνα με στοιχεία του κινεζικού Πολιτιστικού Πανεπιστημίου, περισσότερο από το 30% των χαμηλόμισθων εργαζομένων στην Ταϊβάν είναι ηλικίας κάτω των 30 ετών. Συχνά οι νέοι φεύγουν από τις φτωχότερες περιοχές της για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα και να αναζητήσουν εκεί καλύτερη δουλειά. Και τότε βρίσκονται παγιδευμένοι στα υψηλά και διαρκώς αυξανόμενα ενοίκια. Αλλοι νέοι αναγκάζονται να συνδυάζουν παράλληλα δύο και τρεις δουλειές για να συγκεντρώσουν αποδοχές επαρκείς για μια αξιοπρεπή διαβίωση και βέβαια είναι πολλοί εκείνοι που έχουν μόνον τα απαραίτητα και ο μισθός τους δεν αρκεί για να κάνουν αποταμίευση. Επί χρόνια η κυβέρνηση προσπαθεί να κατευνάσει τη δυσφορία των ψηφοφόρων αυξάνοντας τις κοινωνικές παροχές. Το 2022 αφιέρωσε το 27% του συνόλου των δαπανών της στη χρηματοδότηση των προγραμμάτων κοινωνικής ασφάλισης, εν ολίγοις ένα ποσό τριπλάσιο σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 1994.

Σε ό,τι αφορά την TSMC, αποτελεί πυλώνα της οικονομίας της, καθώς είναι μεγάλη η εξάρτησή της από τον κλάδο. Οι μικροεπεξεργαστές αντιπροσωπεύουν το 42% του συνόλου των εξαγωγών της Ταϊβάν, οι οποίες έχουν σημειώσει αύξηση 10% σε σύγκριση με την περασμένη δεκαετία. Και η TSMC προσπαθεί τώρα να αυξήσει σημαντικά την παραγωγή της στις ΗΠΑ και την Ευρώπη με σειρά μονάδων στην Αριζόνα και τη Δρέσδη στη Γερμανία. Η οικονομία της Ταϊβάν παρουσίαζε μεγάλη άνθηση από τη δεκαετία του 1990 χάρη στις εξαγωγές της σε βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα στην Κίνα. Πήρε μεγάλη ώθηση από τη στιγμή που η Κίνα άρχισε να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις και χαλάρωσε η ένταση με τις ΗΠΑ, οπότε σύσφιγξε τις οικονομικές της σχέσεις με το Πεκίνο. Επειτα από 30 χρόνια, όμως, το άλλοτε επιτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης δεν αποδίδει πια. Ο εμπορικός πόλεμος της Κίνας με τις ΗΠΑ άρχισε μεν με τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά έχει ενταθεί υπό τον Τζο Μπάιντεν, και η Κίνα επιβραδύνεται ύστερα από τα σκληρά lockdowns, εξαιτίας της κρίσης στην αγορά στέγης και του δυσθεώρητου χρέους των κινεζικών επαρχιών, σε συνδυασμό με τη μείωση της κατανάλωσης. Ως εκ τούτου οι εξαγωγές της Ταϊβάν στην Κίνα και στο Χονγκ Κονγκ έχουν μειωθεί δραματικά από το 44% του συνόλου που ήταν το 2020 στο μόλις 35% το περασμένο έτος. Και οι εξαγωγές της προς άλλες χώρες –τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τις χώρες ΑΣΕΑΝ– που θα μπορούσαν θεωρητικά να αναπληρώσουν το κενό, αυξήθηκαν μόλις κατά 7%.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση