ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Διευκρινήσεις Γεν. Εισαγγελέα για την υπόθεση του τέως Υπαρχηγού

Η αναστολή της ποινικής δίωξης δεν ισοδυναμεί με την αθώωση του Α. Κυριάκου, δήλωσε ο Κώστας Κληρίδης

ΚΥΠΕ

Η αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του τέως Υπαρχηγού της Αστυνομίας δεν ισοδυναμεί με αθώωση και θεωρητικά ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μπορεί να επαναφέρει οποιαδήποτε στιγμή τις ίδιες κατηγορίες ή παρόμοιες, δήλωσε σήμερα ο Κώστας Κληρίδης.

Σε δηλώσεις του, με αφορμή την αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του τέως Υπαρχηγού της Αστυνομίας, Ανδρέα Κυριάκου, και την απαλλαγή του από τις εις βάρος του κατηγορίες, ο Γενικός Εισαγγελέας τόνισε πως δεν πρόκειται για απόφαση να ζητήσει την αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του, αλλά πρόκειται για έγκριση αιτήματος, που είχε υποβληθεί από τον ίδιο, μέσω του δικηγόρου του, για συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους ο ίδιος έχει δεχθεί.

Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι ο τέως Υπαρχηγός της Αστυνομίας θεωρούσε εξ αρχής «λανθασμένη» την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του, ο κ. Κληρίδης είπε ότι «ο κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να θεωρεί την έναρξη και καταχώρηση ποινικής δίωξης εναντίον του λανθασμένη», ωστόσο, πρόσθεσε πως «είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, που έχει την ευθύνη και την εξουσία να αποφασίζει, στη βάση πάντοτε του διαθέσιμου μαρτυρικού υλικού».

Εξήγησε ότι στην παρούσα περίπτωση είχε διοριστεί ομάδα τριμελής από ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές, με επικεφαλής τον Πρόεδρο της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Παραπόνων εναντίον της Αστυνομίας, η οποία είχε καταλήξει σε συγκεκριμένο πόρισμα και αφού μελετήθηκε το πόρισμα πάντα σε συνδυασμό με το συλλεγέν μαρτυρικό υλικό, αποφασίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα -έστω και με την περιστατική μαρτυρία η οποία έχει συλλεγεί- ότι δικαιολογείτο και στοιχειοθετείτο η υπόθεση εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου.

Κληθείς να σχολιάσει τις δημόσιες δηλώσεις του κ. Κυριάκου, ο οποίος κάνει λόγο για «δικαίωση» με την απόφαση αυτή, ο κ. Κληρίδης ξεκαθάρισε πως «δεν πρόκειται για απόφαση να ζητήσω την αναστολή της ποινικής δίωξης, αλλά πρόκειται για έγκριση αιτήματος, που είχε υποβληθεί από τον ίδιο μέσω του δικηγόρου του, για συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους έχει δεχθεί ο Γενικός Εισαγγελέας».

Απαντώντας σε ερώτηση αν η ποινική δίωξη θα εξακολουθεί να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα στην περίπτωση που ο τέως Υπαρχηγός κινηθεί νομικά, ζητώντας αποζημίωση, ο κ. Κληρίδης είπε: «Δεν θα απαντήσω στην ουσία, γιατί ο κάθε πολίτης έχει στη διάθεση του κάποια ένδικα μέσα, τα οποία με τη συμβουλή των δικηγόρων του μπορεί να ασκήσει ή μπορεί να μην ασκήσει».

«Αυτό», συμπλήρωσε, «είναι καθαρά δικό του δικαίωμα. Όσον αφορά την αναστολή της ποινικής δίωξης αυτή δεν ισοδυναμεί με αθώωση και θεωρητικά μπορεί ο Γενικός Εισαγγελέας να επαναφέρει οποιοδήποτε στιγμή τις ίδιες κατηγορίες ή παρόμοιες».

Σε ερώτηση αν σκέφτεται το ενδεχόμενο της επαναφοράς της ποινικής δίωξης οποιαδήποτε στιγμή, είπε πως δεν έχει πει κάτι τέτοιο, για να προσθέσει πως «ο κάθε ένας μπορεί να λάβει τα μέτρα εκείνα, τα οποία νομίζει ότι έχει στη διάθεση του».

Σε σχέση με το πόρισμα, που εκδόθηκε τότε και το οποίο καταλόγιζε ευθύνες και σε άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της Αστυνομίας, τα οποία δεν διώχθηκαν ποτέ ποινικά, ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι «ο τελικός λόγος και η ευθύνη είναι στον Γενικό Εισαγγελέα και τη Νομική Υπηρεσία, αφού αξιολογήσουν όλο το υλικό, εκείνοι να κρίνουν κατά πόσο πράγματι μπορεί να στοιχειοθετηθεί ικανοποιητικά η υπόθεση, ώστε να μπορεί να σταθεί στο δικαστήριο».

Πρόσθεσε πως «η απόφαση ήταν τότε να προσαχθούν οι συγκεκριμένες κατηγορίες και δεν νομίζω να είναι παραγωγικό τώρα να εξετάζουμε, γιατί κρίθηκε ότι άλλες κατηγορίες δεν μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν».

Περαιτέρω σημείωσε ότι «εξαιτίας κάποιων γεγονότων και στοιχείων, που είχαν έρθει στο φως, είχε τότε διαταχθεί μια γενικότερη έρευνα από το Γενικό Εισαγγελέα, για θέματα ενδεχόμενης διαφθοράς στο αστυνομικό σώμα», για να προσθέσει πως «το πόρισμα ετοιμάστηκε στη βάση του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και κρίθηκε ότι στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι όποιες παραλήψεις και συμπεριφορές μελών της Αστυνομίας, ενδεχόμενα, να συνιστούσαν πειθαρχικά αδικήματα και όχι ποινικά αδικήματα, ενώ κάποιες άλλες συνιστούσαν ποινικά αδικήματα και η υπόθεση οδηγήθηκε με αυτή την κατάληξη στο δικαστήριο».

Αναφερόμενος περαιτέρω στην υπόθεση, ο κ. Κληρίδης εξήγησε ότι ο δικηγόρος του τέως Υπαρχηγού, με επιστολή του προς τον Γενικό Εισαγγελέα ημερ. 30.1.2020, ζητούσε την αναστολή της ποινικής δίωξης του πελάτη του στις κατηγορίες, τις οποίες αντιμετώπιζε στην παρούσα υπόθεση.

Ο κ. Κληρίδης έκανε αποδεκτό το αίτημα, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως το ότι τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο κ. Κυριάκου αφορούσαν πλημμελήματα, το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξή τους το 2016, τη μακρά ακροαματική διαδικασία που υπολείπεται με την παρουσίαση μεγάλου αριθμού μαρτύρων και τις σοβαρές συνέπειες και της ζημιάς που υπέστη λόγω της απόλυσής του από τη θέση του Υπαρχηγού.

Συγκεκριμένα, ο Γενικός Εισαγγελέας σύμφωνα με τις δηλώσεις του, έλαβε υπόψη «το γεγονός ότι οι κατηγορίες αναφέρονται στη διάπραξη πλημμελημάτων, τα οποία φέρονται να είχαν διαπραχθεί κατά το 2016» και το «το γεγονός ότι η εκδίκαση της υπόθεσης δεν έχει ακόμη αρχίσει ενώ έχει ήδη απασχολήσει η εκδίκαση προδικαστικής φύσεως θεμάτων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

Έλαβε, επίσης, υπόψη «το γεγονός ότι η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης αναμένεται να είναι δυσανάλογα μακρά σε σχέση με τη σοβαρότητα των υπό κατηγορία αδικημάτων, λόγω του μεγάλου αριθμού μαρτύρων, που προτίθενται να παρουσιάσουν και οι δύο πλευρές» και «το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έχει υποστεί σοβαρές συνέπειες ως αποτέλεσμα της έναρξης της ποινικής δίωξης εναντίον του, λόγω της οποίας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον έπαυσε από τη θέση την οποία κατείχε ως Υπαρχηγός της Αστυνομίας».

«Είναι γι’ αυτούς τους λόγους οι οποίοι έχουν δηλωθεί στο δικαστήριο, όπου ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε την εξουσία την οποία έχει και ανέστειλε την ποινική δίωξη στην παρούσα υπόθεση, αποδεχόμενος σχετικό αίτημα που είχε υποβληθεί με επιστολή από το δικηγόρο του ίδιου του κατηγορουμένου, σημείωσε ο κ. Κληρίδης.

Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Κυριάκου αντιμετώπιζε τρεις κατηγορίες, δύο εκ των οποίων αφορούσαν στα αδικήματα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου και της διάδοσης/διαρροής διαβαθμισμένων πληροφοριών, σε σχέση με το περιεχόμενο του φακέλου της Interpol Λευκωσίας και η τρίτη κατηγορία αφορούσε στο αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου σε σχέση με τη μελέτη με τίτλο «Η πρόληψη και αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Αστυνομία Κύπρου», ημερ. 20.1.2015.

Σύμφωνα με το πόρισμα των τριών ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, που διερεύνησαν το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων διαπλοκής ή διαφθοράς από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, για το τετραπλό φονικό της Αγίας Νάπας, η διερεύνηση του θέματος της διαρροής του περιεχομένου του φακέλου της Interpol προς τα ΜΜΕ και το σύνολο του συλλεγέντος μαρτυρικού υλικού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι “το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να διενεργήσει τη διαρροή εμπιστευτικών και ευαίσθητων πληροφοριών από φάκελο της Interpol προς τα ΜΜΕ ήταν ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας Α. Κυριάκου”.

Το κατηγορητήριο της υπόθεσης καταχωρήθηκε στο δικαστήριο στις 30 Μαΐου του 2017 και περιλάμβανε συνολικά 27 μάρτυρες κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και ο τέως Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, Ιωνάς Νικολάου.

Μετά από μια σειρά προδικαστικών ζητημάτων, που ηγέρθησαν από την πλευρά της υπεράσπισης, η οποία ζητούσε όπως της παραδοθεί ολόκληρο το ποινικό πόρισμα των ανακριτών, η δίκη είχε οριστεί για σήμερα, προκειμένου να αρχίσει η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση

X