ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα

Ο κόσμος έχει στενέψει τόσο που μια βόλτα, σωματική άσκηση στο διπλανό πάρκο, είναι ό,τι πλησιέστερο σε μαγευτικό τριήμερο

Kathimerini.gr

Ε, όχι και ταξίδι, ρε παιδιά. Ο κόσμος έχει στενέψει τόσο που μια βόλτα, σωματική άσκηση στο διπλανό πάρκο, είναι ό,τι πλησιέστερο σε μαγευτικό τριήμερο. Για πολλούς, ωστόσο, η επιθυμία παραμένει ζωντανή. Ισως κιόλας, η περιέργεια για άγνωστα (ή ο πόθος για γνωστά) μέρη να στρέφεται εκ νέου σε μια λογοτεχνία που αγκαλιάζει κάθε τόπο, μεγάλο ή μικρό.

Πάρτε για παράδειγμα τα βιβλία του Ιταλού Κλαούντιο Μάγκρις. Μια ιδέα να έχει κανείς για έργα όπως «Δούναβης», «Μια άλλη θάλασσα» ή «Μικρόκοσμοι» και καταλαβαίνει για τι είδους γεωγραφικές, ιστορικές και πνευματικές ανακαλύψεις μιλάμε. «Νομίζω πως βιώνουμε αυτή την ιδιαίτερη στιγμή με αντιφατικά συναισθήματα, που δεν συντίθενται, μα μπερδεύονται», λέει ο Μάγκρις στην «Κ».

«Από τη μια η επιθυμία να βγούμε έξω, να κάνουμε βόλτα, να σπάσουμε το παρ’ όλα αυτά αναγκαίο δίχτυ που μας δεσμεύει. Από την άλλη, μια οπισθοδρομική αδράνεια, να μένουμε στο σπίτι όπως σε ένα είδος καταφυγίου, που προστατεύει αλλά είναι επίσης ένας εγκλεισμός». Εστω κι έτσι, λέει ο Μάγκρις, πρέπει να θυμόμαστε πως οι δυσκολίες που μας εμποδίζουν να μετακινηθούμε δεν αλλοιώνουν την ιδέα του ταξιδιού. Ο ίδιος θα επιθυμούσε να έρθει στην Ελλάδα για το νέο του βιβλίο «Στιγμιότυπα» (εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου), ωστόσο το ταξίδι δεν είναι τόσο το να πάμε μακριά, να ξεπεράσουμε πολιτικά φράγματα, να συναντήσουμε πρόσωπα που δεν έχουμε ποτέ ξανασυναντήσει. «Κατά κύριο λόγο είναι η έξοδος από τον εαυτό μας και τους περιορισμούς μας, η ικανότητα να συναντήσουμε τον Αλλον και τους Αλλους, τη διαφορετικότητα, κάτι που μπορεί να συμβεί όχι απλώς διασχίζοντας θάλασσες και ωκεανούς, αλλά ακόμη και στο σπίτι μας, περνώντας από το ένα δωμάτιο στο άλλο, όπου μπορούμε να βρεθούμε σε διαφορετικές καταστάσεις, σε μια ξαφνική ευκολία ή δυσκολία να συνομιλήσουμε με τα πρόσωπα που ζουν δίπλα μας, και πάει λέγοντας».

Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι σχετικό έγραφε πρόσφατα σε ένα κείμενο με τίτλο «Περί εγκλεισμού» και ο Αλέν ντε Μποτόν, συγγραφέας του δοκιμίου «Η τέχνη του ταξιδιού» (Πατάκης, μτφρ. Γιάννης Ανδρέου). «Εξαιτίας ενός αναπόφευκτου λάθους, κουβαλάμε τους εαυτούς μας σε κάθε προορισμό που θέλουμε να απολαύσουμε», παρατηρούσε. «Αυτό σημαίνει ότι κουβαλάμε και όλο το ψυχικό φορτίο που μας καθιστά τόσο ανυπόφορα προβληματικούς μέρα με τη μέρα: όλο το άγχος, τη θλίψη, τη σύγχυση, την ενοχή, την οξυθυμία και την απελπισία». Δεδομένης της συνθήκης, ο Μποτόν προτείνει την αναπόληση παλιότερων εμπειριών που διαρκώς αποβάλλουμε από τη μνήμη, χάριν όλο και περισσότερων νέων βιωμάτων.

Ενίοτε, τέτοιες αναπολήσεις δύνανται να πάρουν και τη μορφή μιας λογοτεχνίας ταξιδιωτικών αναμνήσεων (ή τη μορφή της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας σκέτο), που στην Ελλάδα εκπροσωπήθηκε πρόσφατα από το βιβλίο «Ο Νίκος λείπει» (Key Books) του Νίκου Παπαδογιάννη. «Η περιέργεια για το άγνωστο ίσως δώσει προσωρινά τη θέση της στη λαχτάρα για το γνωστό», λέει ο Παπαδογιάννης. «Κλεισμένος στη δική μου καραντίνα, με συλλαμβάνω να νοσταλγώ μια σύντομη εξόρμηση στο Αγκίστρι, ένα τριήμερο στα Τζουμέρκα, έναν απλό περίπατο στο Μεταξουργείο, ένα θερινό σινεμαδάκι ή δυο ποτά στο αγαπημένο μου μπαρ. Μας λείπει η γνώριμη ξεγνοιασιά και ποντάρω στο ότι θα την αναζητήσουμε με μικρά και σύντομα βήματα. Τον καιρό της πανδημίας, το ταξίδι συνδυάζεται ενδόμυχα με φόβο, οπότε περιμένω να περάσει σε δεύτερο πλάνο για ένα διάστημα, μαζί με τα υπόλοιπα “είδη πολυτελείας”».

Η Λένα Διβάνη, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο» (Καστανιώτης), πιστεύει ότι στο μέλλον δεν πρόκειται να αλλάξουν τα κίνητρά μας για ταξίδια. Ο φόβος θα εξαφανιστεί γιατί ο άνθρωπος δεν τον αντέχει για πολύ. «Το βλέμμα θα ανοίξει πάλι και θα τα ξεχάσουμε όλα», λέει. Ακόμα και η κουλτούρα του τουρίστα θα παραμείνει: «Αρχικά θα πανηγυρίζουμε και με ένα παγωτό χωνάκι. Σύντομα όμως θα επανέλθουμε στον παλιό, καλό, γκρινιάρη εαυτό, που θα γράφει εξοργισμένα email ότι η θέα δεν ήταν τόσο μαγευτική όσο φαινόταν στο φυλλάδιο».

Για μισό λεπτό, όμως. Αν ισχύει, όπως πίστευε ο Γκιστάβ Φλομπέρ, ότι «το ταξίδι μας κάνει ταπεινούς γιατί βλέπουμε πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνουμε στον κόσμο», τότε ένας κίνδυνος από τον περιορισμό των μεγάλων μετακινήσεων είναι ίσως και η περιχαράκωση στις μικρές μας ταυτότητες. «Θέλω να πιστεύω ότι στο μέλλον θα είναι μικρότερη», σχολιάζει ο Παπαδογιάννης. «Δεν μας κάνει μόνο το ταξίδι ταπεινούς, αλλά και η ανάγκη. Η παγκόσμια κρίση υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε όλοι στην ίδια βάρκα. Εάν την τρυπήσει ένας, το γέρικο πλεούμενο θα βουλιάξει αύτανδρο. Εφόσον τραβήξουν κουπί οι πάντες, θα φτάσουμε στο λιμάνι με τις μικρότερες δυνατές απώλειες».

Η Διβάνη δεν διαφωνεί πολύ. «Ο κίνδυνος υπάρχει μόνο αν αυτή η δοκιμασία κρατήσει πολύ και αν η συνεργασία δεν δώσει καρπούς», παρατηρεί. «Τότε μοιραία θα στραφούμε σε αυτό που ξέρουμε, στο ασφαλές: στην οικογένεια και στο έθνος. Δεν πιστεύω ότι θα έχουμε εθνικιστικές εντάσεις, παρά μόνον ίσως στις περιοχές που θέρισε ο χάρος και ένιωσαν ότι αφέθηκαν στην τύχη τους».

Ο Μάγκρις δεν είναι σίγουρος αν θα καταφέρουμε να ανακαλύψουμε πάλι μια αίσθηση κοινότητας ή αν θα ξαναπέσουμε σε μνησίκακους ταυτοτικούς αποκλεισμούς. Αυτό που συμβαίνει με την Ευρωπαϊκή Ενωση τον αποθαρρύνει. Ωστόσο, και ας κλείσουμε με αυτό, η ταπεινότητα για την οποία μιλούσε ο Φλομπέρ «δεν έχει ανάγκη από μακρινούς ορίζοντες: ακόμη και αν κοιτάξουμε την πραγματικότητα γύρω μας, λίγα μέτρα πέρα από το σπίτι μας, αντιλαμβανόμαστε τη σχετικότητά μας, πόσοι μικροί είμαστε απέναντι στη ζωή, στην Ιστορία, στον πόνο και πάει λέγοντας. Φυσικά, ελπίζω πως θα μπορέσω να ξαναπάω σε μακρινές χώρες, όχι γιατί είναι μακρινές, μα γιατί είναι χώρες του κόσμου και συνεπώς του δικού μου κόσμου, συνεπώς του εαυτού μου».

Ευχαριστούμε τη Μαρία Φραγκούλη για τη μετάφραση των απαντήσεων του Κλαούντιο Μάγκρις από τα ιταλικά.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Βιβλίο  | 

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X