ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η λογοτεχνία του μέλλοντος κρίνεται από τον επανανθρωπισμό του απάνθρωπου

Ο ποιητής και φιλόλογος Παναγιώτης Νικολαΐδης μιλάει στην «Κ» για τη συλλογή του «Η νύφη του Ιούλη»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Ήταν όντως ένα οδοιπορικό που πόνεσε, αλλά ταυτόχρονα και ένα οδοιπορικό που φώτισε αποκαλυπτικά και ανάστροφα το μέσα μου με χρώματα και μνήμες. Κι αυτό γιατί για πρώτη φορά στην ηλικία των σαράντα πέντε ετών, έστω ως επισκέπτης, είδα την πατρίδα μου ολόκληρη», λέει ο Παναγιώτης Νικολαΐδης για την ποιητική του συλλογή «Η νύφη του Ιούλη», που βραβεύτηκε με το διεθνές βραβείο ποίησης «Ζαν Μορεάς», για την καλύτερη ποιητική συλλογή του 2019, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης Πάτρας (10-13 Δεκεμβρίου 2020) στο οποίο συμμετείχαν 60 ποιητές από 16 χώρες.

 

–Η συλλογή αυτή πυροδοτήθηκε από μερικές μόνο εικόνες, σχεδόν στιγμιαία… ποια είναι η νύφη του Ιούλη;
Ο τίτλος της συλλογής «Η νύφη του Ιούλη», αλλά και το ομώνυμο ποίημα της συλλογής είναι εμπνευσμένα από το έργο «Το νυφικό που δεν φορέθηκε», το οποίο προβλήθηκε στην έκθεση «Νύφες» στο Λεβέντειο Μουσείο Λευκωσίας και ειδικότερα από την τραγική ιστορία της Αργυρώς Χριστοφόρου που επρόκειτο να παντρευτεί στις 21 Ιουλίου 1974, Κυριακή της εισβολής. Το νυφικό της έμεινε κρεμασμένο στο σπίτι της, αφού το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό της Περιστερωνοπηγή της επαρχίας Αμμοχώστου. Για μένα, ωστόσο, «Η νύφη του Ιούλη» δεν είναι μόνο η Αργυρώ, αλλά η κάθε Αργυρώ. Είναι η ζωή μας που στις 20 του Ιούλη του 1974 κόπηκε βίαια στα δύο, όταν «σταματήσαν ούλλα τα πουλλιά στον αέραν».

 

–«Διάστικτοι από ξένη σήμανση», «με είσοδο παρακαλώ» γράφεις… Θα μπορούσα να παρομοιάσω τη συλλογή έναν χάρτη λέξεων για την άλλη μισή Κύπρο, την κατεχόμενη… είναι ένα οδοιπορικό που πόνεσε;
Ήταν όντως ένα οδοιπορικό που πόνεσε, αλλά ταυτόχρονα και ένα οδοιπορικό που φώτισε αποκαλυπτικά και ανάστροφα το μέσα μου με χρώματα και μνήμες. Κι αυτό γιατί για πρώτη φορά στην ηλικία των σαράντα πέντε ετών, έστω ως επισκέπτης, είδα την πατρίδα μου ολόκληρη. Έτσι οι αφηγήσεις και οι περιγραφές της μάνας μου και του πατέρα μου, που κατάγονται από την κατεχόμενη Ακανθού και την Αμμόχωστο αντίστοιχα, έγιναν ζωντανή εικόνα, βίωμα και αίσθημα. Ένιωσα πραγματικά ότι ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού μου βρέθηκε, λες και μια τρύπα που είχα μέσα μου έκλεισε και γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου.

 

–Πιστεύεις ότι έχουμε αγκιστρωθεί στο παρελθόν και αυτό σχεδόν ασύνειδα ορίζει το σήμερά μας;
Κοιτάξτε, ζούμε σε έναν τόπο που εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης και της ιστορίας του είναι καταδικασμένος να σπαράσσεται αιωνίως. Μετά το 1974 νιώθω πως το παρόν είναι ακόμη πιο επιθετικό, γιατί έρχεται πάντα με τη φόρα του τραυματικού παρελθόντος. Ακόμη κι αν προσπαθούμε μάταια να το κρύψουμε πίσω από τον επιδερμικό υπερκαταναλωτισμό και την ευμάρεια.

 

–Νομίζω ότι ο στίχος: «Μείνε, λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη» είναι αυτός που σε μένα μίλησε βαθιά… άραγε πόσο πονάει η μνήμη;
Στο συγκεκριμένο ποίημα περιγράφεται η τραυματική επίσκεψη κάποιου πρόσφυγα στο πατρικό του σπίτι, καθώς και η αδιάφορη, αλλά και ψυχρή στάση των Τούρκων εποίκων που το κατοικούν παράνομα. Καθώς η πόρτα κλείνει ερμητικά και ο ήρωάς μας ετοιμάζεται να φύγει, μια λεμονιά του ψιθυρίζει στη διάλεκτο να παραμείνει στην μητρώα γη: «Μεν φύεις. Μείνε, λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη». Όπως σημειώνει ο ποιητής και κριτικός Αλέξανδρος Κορδάς «τα δικά της λεμόνια δεν είναι τα ‘Πικρολέμονα’ του Λώρενς Ντάρρελ, του Άγγλου συγγραφέα του οποίου το εν λόγω βιβλίο αποτελεί προπαγανδιστικό κείμενο της αγγλικής αποικιοκρατίας. Η αντίστιξη, μάλιστα, αυτή, στη συλλογή με την αναφορά στον Ντάρρελ και στην ποιητική του συλλογή Bitter lemons από την μια και την λεμονιά του δημοτικού τραγουδιού από την άλλη υπογραμμίζει την κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στην κυριαρχική γραφή και τη ζώσα ελληνική παράδοση». Κι αυτό γιατί η μήτρα της γλώσσας και του τόπου μας απλώνει τις ρίζες της από τις κυπριακές Ρίμες Αγάπης και τον Μαχαιρά μέχρι τον Μιχαηλίδη, τον Λιπέρτη, τον Μόντη, τον Χαραλαμπίδη και τον Βασιλείου, για να ανοίξει τους κλάδους της μέχρι τις μέρες μας και ν’ ακουστούν τα θροΐσματα αυτού του μεγάλου δέντρου.

  

–Θα ήθελα να μου πεις τη γνώμη σου για την ποίηση σε διάλεκτο, αυτή μιλούσε η νύφη;
Η λογοτεχνική χρήση της κυπριακής διαλέκτου είτε αμιγώς είτε σε συνδυασμό με τη νεοελληνική κοινή αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό της γραφής μου, της νύφης μου. Κι αυτό γιατί η κυπριακή διάλεκτος είναι ριζωμένη στα κύτταρά μας και αποτελεί μέχρι σήμερα ένα ζωντανό γλωσσικό όργανο με μεγάλη λογοτεχνική παράδοση και ανεξάντλητο ποιητικό βάθος. Έτσι παρά τον κοινό προβληματισμό που αντιμετωπίζει διαχρονικά ο κάθε Κύπριος ποιητής, ο οποίος αποφασίζει να διαχειριστεί την κυπριακή διάλεκτο και αφορά κυρίως τη δυσκολία που παρουσιάζει η πρόσληψη και η αναγνώριση της σπουδαίας κυπριακής, διαλεκτικής ποίησης από τον πανελλήνιο λογοτεχνικό κανόνα (π.χ. Β. Μιχαηλίδης, Κ. Μόντης κ.ά.), εντούτοις επιμένω σ’ αυτήν, γιατί πιστεύω ότι μόνο στη γλώσσα που πρωτομιλήσαμε μπορούμε να βρούμε τον βαθύτερο εαυτό μας.

 

–Γνωρίζω τη συζήτηση που γίνεται γύρω από τις ποιητικές γενιές, εσύ συγκαταλέγεσαι σε αυτήν της κατοχής και της αφθονίας;
Συγκαταλέγομαι στη γενιά της κατοχής και της αφθονίας, που άρχισε να γράφει από τη δεκαετία του ’90 και εντεύθεν. Η δική μου γενιά, λοιπόν, μεγάλωσε μέσα στον φόβο. Παρά το γεγονός ότι γεννήθηκα τρεις μήνες πριν από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, εντούτοις ο ασυνείδητος βρεφικός φόβος, οι μεταγενέστερες αφηγήσεις φίλων και συγγενών, αλλά και η ίδια η επισφαλής, κυπριακή, μεταπολεμική πραγματικότητα τραυμάτισαν βαθιά την παιδική μου ψυχή και όραση. Θυμάμαι παιδί να ξυπνώ ιδρωμένος τα βράδια από πυροβολισμούς στη γραμμή αντιπαράταξης, να ακούω τον τρομακτικό θόρυβο των τουρκικών πολεμικών αεροπλάνων, να παρακολουθώ με θυμό στα τηλεοπτικά δελτία ελληνοκύπριους στρατιώτες να δολοφονούνται στη γραμμή αντιπαράταξης, τις δολοφονίες του Σολωμού Σολωμού και του Τάσου Ισαάκ. Όλα αυτά τα τραγικά και τρομακτικά γεγονότα, που έχω ζήσει στην τρυφερή παιδική και νεανική μου ηλικία, έχουν στοιβαχθεί βαθιά μέσα μου και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τον άνθρωπο όσο και τον ποιητή που είμαι σήμερα.

–Σε τι, λοιπόν, χρησιμεύει η ποίηση, Παναγιώτη, αν το αίμα είναι το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητας;
Σήμερα στον τεχνολογικό κόσμο του άμεσα ευανάγνωστου όπου τίποτα δεν μένει αρκετά, ώστε να αφήσει βαθιά ίχνη στη μνήμη από τα οποία εξαρτάται η γνήσια εμπειρία, κινδυνεύουμε σοβαρά να απωλέσουμε την πρωταρχική εμπειρία της γλώσσας. Γι’ αυτό η ποίηση και η λογοτεχνία γενικότερα αποτελούν ένα αντίδοτο. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αν αυτός ο ολοένα αυξανόμενος τεχνολογικός πυρετός δεν εξισορροπηθεί από ανθρωπισμό, από την ποίηση και τον ανθρώπινο πόνο, το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου θα χαθεί οριστικά. Η λογοτεχνία του μέλλοντος, επομένως, κρίνεται από τον επανανθρωπισμό του απάνθρωπου.

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X