ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

«Είμαστε διψασμένοι για ζωή»

Η «Κ» παρουσιάζει μια άγνωστη συνέντευξη των συγγραφέων Τσίρκα, Ιωάννου και Βαλτινού σε αμερικανικό περιοδικό το 1973

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Νίκος Γερμανάκος (Ν.Γ.): Ας αρχίσουμε με τα βασικά. Ποιες είναι οι πρακτικές δυσκολίες ενός Ελληνα συγγραφέα σήμερα;
Στρατής Τσίρκας (Σ.Τ.): Πολλοί λίγοι συγγραφείς μπορούν να ζήσουν γράφοντας. Μια σπάνια περίπτωση ήταν του Καζαντζάκη αλλά μόνο όταν τα βιβλία του άρχισαν να πωλούνται στο εξωτερικό. Δυστυχώς αυτή είναι μια γενική αλήθεια: ένας Ελληνας συγγραφέας δεν μπορεί να πουλήσει στην πατρίδα του, εκτός και αν αναγνωριστεί στο εξωτερικό. Είναι κατάρα.

Ν.Γ.: Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Πόσα αντίτυπα πουλάει ένα καλό βιβλίο από έναν αναγνωρισμένο συγγραφέα;
Σ.Τ.: Ως μπεστ σέλερ θεωρείται το βιβλίο που έχει πουλήσει πάνω από 3.000 αντίτυπα. Σήμερα, το βιβλίο που πουλάει χίλια αντίτυπα καλύπτει τα έξοδά του και αφήνει μια πολύ χαμηλή αμοιβή για τον εκδότη και τον συγγραφέα. Φυσικά, τα πράγματα είναι διαφορετικά για τους ποιητές. Τα έξοδα δεν καλύπτονται ποτέ εκτός εάν πρόκειται για κάποιον μεγάλο ποιητή, όπως τον Σεφέρη, τον Καβάφη, τον Ρίτσο και τον Ελύτη.

Το παραπάνω μικρό απόσπασμα προέρχεται από πολυσέλιδη συνέντευξη τριών Ελλήνων συγγραφέων σε ένα αμερικανικό λογοτεχνικό περιοδικό του 1973, τμήματα της οποίας αναδημοσιεύει σήμερα η «Κ» για πρώτη φορά στα ελληνικά. Για μία και μοναδική φορά ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιώργος Ιωάννου και ο Θανάσης Βαλτινός δίνουν μια κοινή συνέντευξη στον μεταφραστή και καθηγητή αγγλικών Νίκο Γερμανάκο και μιλούν, όπως θα λέγαμε σήμερα, εφ’ όλης της ύλης. Το μαγνητόφωνο του νεαρού τότε Γερμανάκου κατέγραψε επτά ώρες συζήτησης που έγιναν σε διάστημα δύο συναντήσεων στο σπίτι του Θανάση Βαλτινού. Η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη ανέλαβε τη μαραθώνια απομαγνητοφώνησή τους και ο Γερμανάκος δημοσίευσε τη συνέντευξη στο νεοσύστατο τότε περιοδικό για τη μεταμοντέρνα λογοτεχνία «boundary 2» που είχε δημιουργήσει έναν χρόνο πριν ο Γουίλιαμ Σπανός και ο Ρόμπερτ Κρόετς στο δημόσιο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (SUNY).

O Γιώργος Ιωάννου.

Το τεύχος του περιοδικού, που σήμερα ανήκει στις εκδόσεις του Duke University, ήταν αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στην ελληνική λογοτεχνία. Περίπου 300 χορταστικές σελίδες αφιερώνονται στην ποίηση των Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσου, Αναγνωστάκη, Μαστοράκη, Πούλιου κ.ά., σε αναλύσεις και διηγήματα των τριών συγγραφέων, ενώ η συνέντευξή τους καταλαμβάνει 50 σελίδες. Η τριλογία του Τσίρκα είχε ήδη εκδοθεί στα γαλλικά και ετοιμαζόταν η αγγλική της μετάφραση από τον Knopf, ενώ ο Βαλτινός και ο Ιωάννου ήταν ήδη αρκετά γνωστοί στο εσωτερικό της χώρας, τα «Δεκαοχτώ κείμενα» που είχαν φτάσει στις στήλες των New York Times ήταν μόνο τρία χρόνια μακριά. Θα περίμενε κανείς ότι το όλο εγχείρημα θα δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο. «Δεν υπήρξε καμία αντίδραση ή κριτική απ’ όσο γνωρίζω», μου λέει ο Νίκος Γερμανάκος σε ανάμεικτα ελληνικά – αγγλικά από το σπίτι του στο Σαν Φρανσίσκο, «μάλλον πέρασε στη ζούλα». Ισως, προσθέτει, «ήταν και η λογοκρισία που δεν επέτρεψε αναδημοσιεύσεις στις ελληνικές εφημερίδες της εποχής ή τελικά το κοινό του περιοδικού να ήταν πολύ μικρό, αλλά στην πραγματικότητα η έκδοση έγινε γνωστή μόνο σε όσους συμμετείχαν σε αυτή».

Οι τρεις συγγραφείς σε αυτή τη σπάνια κοινή τους συνομιλία, μιλούν για τη λογοτεχνία, τη λογοκρισία του καθεστώτος, το πρόβλημα της καθαρεύουσας, αλλά και την έλλειψη κριτικής στα ελληνικά γράμματα, την απουσία αστικού μυθιστορήματος, την επιμονή στο παρελθόν. Ο Βαλτινός βλέπει ένα πρόβλημα «κοινωνικής αποδοχής» του συγγραφέα, ενώ ο Τσίρκας πιστεύει ότι ο συγγραφέας θεωρείται «επικίνδυνος» επειδή έχει ισχυρές απόψεις που πηγαίνουν κόντρα στις κυρίαρχες ιδέες. Μιλούν για τον εκφοβισμό των συγγραφέων, τον νόμο περί Τύπου και τη λογοκρισία στην τηλεόραση και στο θέατρο. Στη συνέντευξη συμφωνούν επίσης με την παρατήρηση του Γερμανάκου ότι η επιβολή της καθαρεύουσας έγινε για λόγους πολιτικούς και προπαγάνδας, για την απόπειρα σύνδεσης του καθεστώτος με την αρχαία Ελλάδα και αναγνωρίζουν πρόβλημα στην ουσία της γλώσσας. «Η γλώσσα δεν είναι φόρμα, δεν είναι ένα πουκάμισο. Υπάρχει η ουσία της, η αίσθησή της που είναι τα πάντα», παρατηρεί ο Βαλτινός, «δεν έχουμε μάθει ακόμα να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κύριοι».

Οι συγγραφείς αναφέρονται στο παρελθόν τους, στις επιρροές τους και στη σχέση τους με την ιστορία, αλλά και τον ρόλο της λογοτεχνίας και του συγγραφέα. Ο μεγαλύτερος από τους τρεις, ο Τσίρκας, κοσμοπολίτης, μεγαλωμένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ταγμένος στην Αριστερά, θεωρεί ότι η λογοτεχνία «είναι σαν μια σταυροφορία» και ο συγγραφέας, πιστεύει, έχει μια κοινωνική αποστολή. «Ο ρόλος ενός υπεύθυνου συγγραφέα μοιάζει με ενός λογιστή, ενός λογιστή ψυχών», λέει στον Γερμανάκο.

Η έλλειψη κριτικών κειμένων για την ελληνική λογοτεχνία

Ποιήματα του Νίκου Γερμανάκου (φωτ.) έχει μεταφράσει ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός στο περιοδικό «Φρέαρ».

Ο Βαλτινός από την πλευρά του νιώθει ότι πρέπει να ερευνήσει περιοχές που οι παλαιότεροι συγγραφείς άφησαν ανεξερεύνητες, έχοντας πίσω του βιώματα από τον Εμφύλιο και την Κατοχή. «Σε μια καθοριστική ηλικία της ζωής μου, έζησα έναν καταιγισμό τρομακτικών εντυπώσεων. Ο άνθρωπος αλλάζει με τον χρόνο αλλά το αίμα συνεχίζει να φωνάζει. Δεν ξέρω», λέει ο Βαλτινός, «ίσως γυρίζω στο παρελθόν μου όπως ένας άνθρωπος επιστρέφει στους πρώτους του έρωτες. Από την άλλη, ίσως το κάνω για άλλο λόγο. Νιώθω την ανάγκη να πω μερικά πράγματα, πράγματα που πρέπει να ειπωθούν ώστε τα όσα έγιναν εκείνα τα χρόνια να μπουν στη σωστή τους θέση, να πάρουν τις κατάλληλες διαστάσεις, οπότε ίσως να μην ξανασυμβούν ή αν συμβούν, περισσότεροι άνθρωποι θα ξέρουν τι πραγματικά συμβαίνει και θα πράξουν αναλόγως».

Ο Γερμανάκος τους βομβαρδίζει με ερωτήσεις, παρατηρήσεις και παρεμβάσεις, δημιουργώντας το πλαίσιο για μια ζωντανή συζήτηση. «Ο Ιωάννου ήταν ο πιο διστακτικός γιατί ήταν δημόσιος υπάλληλος, φιλόλογος και φοβόταν. Ο Τσίρκας ήταν στην Αριστερά, ενώ ο Βαλτινός όχι. Επρεπε όμως να προσέχουν, δεν ήθελαν να μπλέξουν σε επικίνδυνες καταστάσεις», λέει σήμερα ο 81χρονος μεταφραστής.

Το βράδυ της 21ης Απριλίου

Ο ίδιος ήρθε στην Ελλάδα το 1965 ως επόπτης καθηγητής Αγγλικών στη ΧΑΝ. Γεννήθηκε στην Κύπρο αλλά μεγάλωσε στην Ουαλλία και πετούσε με βρετανικό διαβατήριο. «Ημουν στο Σύνταγμα το βράδυ της 21ης Απριλίου, στα γραφεία που είχε εκεί η British Airways. Αποχαιρετούσα μια φίλη όταν είδαμε τον Στρατό έξω από τη Βουλή. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κάποια άσκηση», μας λέει.

Eκείνη τη μέρα θα συναντούσε τον Γιάννη Ρίτσο για να δει ο ποιητής τη μετάφραση της «Ρωμιοσύνης» που είχε ξεκινήσει ο Γερμανάκος πριν από μερικές εβδομάδες. Ο Ρίτσος συνελήφθη και η συνάντηση δεν έγινε ποτέ.

Μέσω του Ελληνοαμερικανού μεταφραστή Κίμωνα Φράιερ ο Γερμανάκος είχε μπει στον αθηναϊκό λογοτεχνικό κύκλο της εποχής και μετέφρασε κι άλλα έργα του Ρίτσου, την «Κάθοδο των εννέα» του Βαλτινού, την «Κασσάνδρα και τον Λύκο» της Μαργαρίτας Καραπάνου κ.ά. Στο σπίτι του στον Λυκαβηττό έκρυψε τον δικηγόρο και στενό συνεργάτη του Ανδρέα Παπανδρέου, Γιάννη Λαμπρινίδη, που τον έψαχνε η Ασφάλεια, έκανε παρέα με τον Κώστα Ταχτσή και τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Πολλοί από τους λογοτέχνες της εποχής τον έβλεπαν ως τον διάδοχο του Φράιερ.

Κάτι που του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε, και συζητείται εκτενώς στη συνέντευξή του με τους τρεις συγγραφείς, ήταν η έλλειψη κριτικών κειμένων για την ελληνική λογοτεχνία. «Οχι μόνο θεωρητικά κείμενα δεν υπήρχαν, αλλά ούτε πολλές κριτικές βιβλίων στον Τύπο, εκτός εάν ήταν για τον Ελύτη ή τον Σεφέρη, αλλά και εκείνα τα κείμενα ήταν υμνολόγια. Κανείς δεν τολμούσε να γράψει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό απ’ όσα έγραφε ο Ρίτσος ήταν κακή ποίηση. Το μικρότερο ποσοστό όμως που έμενε ήταν αριστούργημα», μας λέει σήμερα ο κ. Γερμανάκος.

Ο ίδιος έφυγε από την Αθήνα το ’74 και για τα επόμενα 40 χρόνια έζησε στην Κάλυμνο και στην Κρήτη γράφοντας τα δικά του ποιήματα (εκδόθηκαν σε τόμο το 2019 και το 2020 στις ΗΠΑ με τίτλους «Ora et Labora» και «Potshards» στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ φέτος εκδίδεται το «What Now?») και διδάσκοντας Νεοελληνική Λογοτεχνία και Ιστορία σε Αμερικανούς φοιτητές με το πρόγραμμα «Ithaca Cultural Studies». Ανάμεσα στους μαθητές του ήταν οι μετέπειτα καταξιωμένες καθηγήτριες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και μεταφράστριες Κάρεν βαν Ντάικ και Κάρεν Εμεριχ.

Οι διαγενεακές διαφορές

Από τη συνέντευξη δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι διαγενεακές διαφορές των λογοτεχνών. Ο Γερμανάκος απορεί γιατί ο Ιωάννου και ο Βαλτινός, στα 40 τους χρόνια, έχουν γράψει σχετικά λίγο. Ως γενιά, απαντά ο Ιωάννου, είμαστε «αντιρητορικοί», θέλουν να πουν πολλά με λίγες λέξεις, λέει, σε αντίθεση με τους παλιότερους. Προσθέτει όμως και κάτι πολύ ανθρώπινο, στη μόνη ίσως αυθόρμητη στιγμή του. «Είμαστε διψασμένοι για ζωή. Δεν είχαμε τα νιάτα μας, μεγαλώσαμε άσχημα. Ούτε θέλω να θυμάμαι τι ήμουν και τι έχασα στα είκοσί μου. Ακόμα και σήμερα προσπαθώ να αποζημιώσω τον εαυτό μου για τα χαμένα μου νιάτα».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση