ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η δική μας θάλασσα… των ξένων

Είναι γνωστή η φράση που θέλει τον πλανήτη μας να έπρεπε να ονομάζεται «Θάλασσα», όχι «Γη»

Kathimerini.gr

ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Είναι γνωστή η φράση που θέλει τον πλανήτη μας να έπρεπε να ονομάζεται «Θάλασσα», όχι «Γη». Τα δύο τρίτα του εξάλλου καλύπτονται από νερό. Ειδικά εδώ, στην Ελλάδα, η θάλασσα μιλά στο συλλογικό μας ασυνείδητο με έναν τρόπο ιδιαίτερο, καθοριστικό. Αφιερώνουμε λοιπόν το σημερινό ένθετο στις θάλασσες των καλοκαιριών, των μύθων και των τεράτων, των σέρφερ και της ενάλιας αρχαιολογίας και όχι μόνο. Το αφιέρωμα θα συνεχιστεί, τρόπον τινά, και σε όλα τα επόμενα κυριακάτικα φύλλα έως το τέλος Αυγούστου, κάθε φορά με δύο ή τρεις σελίδες αφηγήσεων υδάτινης αρμύρας.

- Ηλίας Μαγκλίνης

Η Νάνσυ, η Ελένη, η Αμφιτρίτη. Οι παραλίες της Νάξου, οι σπηλιές του Καστελλόριζου, τα βράχια της Κέρκυρας, τα ήρεμα νερά του Πόρου. Ο αισθησιασμός του ελληνικού καλοκαιριού και η ελευθερία της θάλασσας, η πρόκληση της ηδονικής ζωής και η περιπέτεια του πνεύματος στα τρυφερά νερά της Μεσογείου.

Τα κείμενα που ανθολογούμε είναι σπαράγματα αγαπημένων αναγνώσεων, αποσπάσματα από βιβλία που διαβάστηκαν καλοκαίρια –γι’ αυτό είναι ταλαιπωρημένα τα χάρτινα εξώφυλλά τους–, και ξαναδιαβάστηκαν σε σκοτεινούς χειμώνες μεταφέροντας φως στους ταλαιπωρημένους. Δυστυχώς, σχεδόν όλα είναι εξαντλημένα στους εκδότες τους, και μας λείπουν πολύ – δεν είναι ευκαιρία να τα ξαναδούν οι εκδότες; Οι συγγραφείς τους είναι ξένοι λογοτέχνες που επισκέφτηκαν την Ελλάδα και την αγάπησαν. Οι περισσότεροι την ταξίδεψαν πολλά χρόνια πριν, αλλά όπως συμβαίνει με τις μαγικές συναντήσεις, η στιγμή έγινε αιώνια, και σταμάτησε εκεί: «στην πρώτη κατάδυση στην καρδιά της Ελλάδας», όπως έλεγε ο Μισέλ Ντεόν στις «Σελίδες για την Ελλάδα» (εκδ. Χατζηνικολή).

«Περπατάμε δίπλα στο νερό όπου έρχονται να πεθάνουν οι μέδουσες, μαζεύουμε βότσαλα σαν κόκκους κεχριμπαριού, σπαράγματα πορφύρας, σκόνη από αμέθυστο, από αλάβαστρο. Στη θάλασσα παίζουν δελφίνια. Η σιωπή βασιλεύει διαυγής σαν τον αέρα που σου επιτρέπει να ξεχωρίζεις, απέναντι, τις ακτές της Πάρου, το σκοτεινό βουνό με το άσπρο εκκλησάκι στην κορυφή του, τον Προφήτη Ηλία, φύλακα όλων των κορυφών. Γδυνόμαστε, μπαίνουμε στο κρύο νερό που καίει το δέρμα, σφίγγει τους μυς. Είναι μια στιγμή απερίγραπτης χαράς. Πίσω από την αμμουδιά υψώνονται τα βουνά της Νάξου, ξανθά μέσα στο φως του πρωινού. Μέσα στη νύχτα χρόνων, μια ομάδα από νύμφες χόρεψε σε τούτη την παραλία, οι Ωκεανίδες. Μία από αυτές, η Αμφιτρίτη ξεπερνούσε τις άλλες σε ομορφιά όταν την είδε ο Ποσειδώνας. Θέλησε να την πιάσει, τρομοκρατημένη όμως η νύμφη ρίχτηκε στο νερό κι εξαφανίστηκε. Ο Ποσειδώνας ανέθεσε σε ένα δελφίνι να τη βρει. Οταν η νύμφη κουράστηκε, το δελφίνι την άρπαξε και τη γύρισε στο παλάτι του θεού. Από εκείνο τον γάμο γεννήθηκε ο Τρίτων, μισός άνθρωπος, μισό ψάρι. Ο Ποσειδώνας διατήρησε μια ιδιαίτερη στοργή για το νησί της Αμφιτρίτης. Να πιστέψουμε ότι γι’ αυτό, όταν είδε τις ακτές της Νάξου, ηρέμησε ο θυμός του και παραδόθηκε στη γλύκα της ανάμνησης των πρώτων ερώτων του;».

Ο Μισέλ Ντεόν έζησε χρόνια εδώ –από τη δεκαετία του 1960 έως το 1987–, έμαθε την Ελλάδα, θύμωσε μαζί της, αλλά ποτέ δεν στέρεψε, όπως έγραφε, η ευγνωμοσύνη που της όφειλε. Ο Λόρενς Ντάρελ από την άλλη χρωστά στην Κέρκυρα του Μεσοπολέμου τη συγγραφική του έμπνευση. Ο τόπος τού χάρισε, ανάμεσα στα άλλα, μερικές από τις πιο αισθαντικές περιγραφές του Ιονίου πελάγους: «Στις πλευρές του “Βαν Νόρντεν” η θάλασσα σχηματίζει μια αφρισμένη γραμμή. Καθώς ο άνεμος διακόπτεται, τ’ αυτιά πιάνουν τους ξερούς σαν σήματα Μορς ήχους των τζιτζικιών ψηλά, πάνω από τους βράχους, ενώ πιο ψηλά ακόμα ακούγεται η μεταλλική, σκληρή φωνή μιας γυναίκας που τραγουδάει. Η Νάνσυ, κυριευμένη από μια από εκείνες τις ωραίες, μη συνειδητές διαθέσεις, κάθεται στην πλώρη με το κεφάλι ριγμένο προς το πίσω, τα χείλη ανοιχτά, με τα μακριά ξανθά μαλλιά ριγμένα πάνω από τα αυτιά – σαν λαγουδάκι με στητά αυτιά. Καταπίνοντας τον άνεμο σαν μια φανταστική μορφή κεφαλιού σε κάποια προϊστορική πλώρη. Δεν μπορεί κανείς να κρίνει από τη θλιμμένη έκφραση του ακίνητου προσώπου της, αν ακούει το τραγούδι ή όχι, ή αν πραγματικά το τραγούδι δεν βρίσκεται στο νου κάποιου, και το ακούει να περνά καθαρό και πάνω από το λευκά πανιά, εκεί όπου οι αετοί, σαν κομμάτια σπασμένου βράχου, πέφτουν και ξανασηκώνονται και ξαναπέφτουν κάτω στις αόρατες κλίμακες τον γαλάζιου. Πόσο λίγα απ’ αυτά μπορούν να περιγραφούν με λόγια!» («Η σπηλιά του Πρόσπερου», εκδ. Μεταίχμιο).

Ο κοσμογυρισμένος Χαβιέρ Ρεβέρτε στην «Καρδιά του Oδυσσέα» (εκδ. Πατάκης) καταγράφει την περιήγησή του σε τοπία και τόπους –εδώ στο Καστελλόριζο– που τον θάμπωσαν, δημιουργώντας έναν προσωπικό οδηγό για όσους αναζητούν την εμπειρία του ταξιδιού: «Μισή ώρα αφότου αποπλεύσαμε, το σκάφος μείωσε ταχύτητα και ο Νίκος προσέγγισε την ακτή, δέκα περίπου μέτρα από μια ανοιχτή σχισμή στον πετρώδη βράχο. Είχε μόλις ενάμισι μέτρο ύψος και τρία πλάτος και ήταν κάπως ανησυχητική η ιδέα να μπει κανείς κολυμπώντας από την τρύπα εκείνη. Ομως η Ελένη, αποφασισμένη περισσότερο από όλους σηκώθηκε, έβγαλε το φόρεμα και έμεινε με ένα σεμνό μονοκόμματο μαγιό. Στη συνέχεια, μου έδωσε την τσάντα: “Κρατήστε την στο σακίδιό σας και κλείστε το καλά, έχω όλα μου τα χρήματα μέσα”, είπε χαμηλόφωνα κοντά στο αυτί μου. Ωραία, σκέφτηκα, είχα ήδη σύντροφο στο νησί των ερωτευμένων».

Για τον Ζακ Λακαριέρ και «Το ελληνικό καλοκαίρι» του (εκδ. Ι. Χατζηνικολή), δεν χρειάζεται κανένα σχόλιο. Αρκεί η νοσταλγία των ευτυχισμένων χρόνων του καθενός μας να συμπληρώσει τις λέξεις – στο απόσπασμα ταξίδια με πλοίο στην Ελλάδα του ’50: «Πάνω στο κατάστρωμα του βαποριού, παντού, φύρδην μίγδην τυλιγμένα τα κορμιά στις κουβέρτες, ξεπαγιάζουν μέσα στον υγρό και κρύο άνεμο που φυσάει τώρα και τόσες ώρες. Πίσω λάμπες αιωρούνται μέσα στη νύχτα σαν τρελά λαμπιόνια, φώτα μιας περασμένης κιόλας γιορτής, που οι συνδαιτυμόνες της κυλίστηκαν καταγής. Εδώ όμως έχουν μεθύσει από αέρα κρύο και σκαμπανεβάσματα. Κάτω από μερικά κορμιά, κιλίμια, ψαθιά. Στο πλάι πανέρια, βαλίτσες, στρώματα, κλουβιά με πουλιά, χωρίς τα οποία κανένας Ελληνας φαίνεται ότι δεν μπορεί να ταξιδέψει. Οταν πρόκειται να περάσουν αρκετές ώρες πάνω σε μία κουβέρτα, όλο το πρόβλημα είναι να εξασφαλιστεί εξαρχής, από τον Περαία, μια θέση όπου να ξαπλωθεί η κουβέρτα τους ή να ακουμπήσουν την τσάντα τους. Επίσης θα πρέπει να μπορούν να διαλέξουν τις καλύτερες θέσεις, πράγμα που προϋποθέτει πείρα, ψυχραιμία, ταχύτητα. Πρώτον και κυριότερον να επισημάνουν από ποια μεριά θα φυσάει ό άνεμος, από ποια μεριά θα πιάνει το κύμα και οι σπηλιάδες. Κατόπιν να αποφύγουνε τις καπνιές της τσιμινιέρας. Τέλος, ει δυνατόν, να διαλέξουν ένα σκεπό μέρος με την πλάτη σε κάποια καμπίνα ή σε κάποια ναυαγοσωστική λέμβο, για να μην τους καβαλάνε και τους σκουντουφλάνε όλη τη νύχτα.

Για πολλά χρόνια περιπλανιόμουν στην Ελλάδα με μια μπλε σουλουμπάμια, που οι σπηλιάδες, οι αμμουδιές, οι χίλιοι κίνδυνοι της νύχτας που πέρασα λίγο πολύ παντού, την είχαν κοκαλώσει και την είχαν κατά κάποιο τρόπο αδιαβροχοποιήσει. Σχεδόν ασφυκτιώντας εκεί μέσα, με σηκωμένη την κουκούλα και μόνον η μύτη μου έξω, μπορούσα ν’ αντιμετωπίζω τις βροχές και τους ανέμους χωρίς να μουσκεύω ιδιαίτερα. Μέσα εκεί ταξίδευα τόσα χρόνια, χοντρή, κυανή κάμπια με αργούς ερπυσμούς κοιτώντας τα άστρα να χορεύουν και τα κατάρτια να ταλαντεύονται μέσα στη νύχτα».

Η θάλασσα μέσα από τη ματιά ενός παιδιού: της επτάχρονης Εύας Χλωρού.

«Ωσπου ανατινάζεσαι σαν άστρο»

Ο Χένρι Μίλερ ήρθε στην Ελλάδα το 1939 –φιλοξενούμενος του Ντάρελ αρχικώς–, αψηφώντας τους οιωνούς του πολέμου. Εφτιαξε εδώ μια πολύτιμη παρέα, τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και εξαιτίας τους η παραμονή του παρατάθηκε όσο μπόρεσε περισσότερο. Οι εντυπώσεις του από τη χώρα και τους ανθρώπους έγιναν ένα βιβλίο, το κλασικό πλέον «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» (εκδ. Μεταίχμιο): «Το να πλέεις αργά ανάμεσα στους δρόμους του Πόρου, είναι σαν να ξαναζείς τη χαρά του περάσματος από τη μήτρα στον κόσμο. Είναι μια χαρά πολύ βαθιά για να τη θυμάται κανείς. Μια χαρά που μοιάζει μ’ εκείνες τις μουδιασμένες απολαύσεις των ηλίθιων που γεννούν τέτοιους θρύλους σαν εκείνο της γέννησης ενός νησιού απ’ τα συντρίμμια κάποιου πλοίου. Το πλοίο, το πέρασμα, οι περιστρεφόμενοι τοίχοι, το ήρεμο τρεμούλιασμα της κοιλιάς του πλοίου, το εκτυφλωτικό φως, οι πράσινες φιδίσιες καμπύλες της ακτής, οι γενειάδες που κρέμονται πάνω απ’ το κεφάλι σου απ’ τους κατοίκους του νησιού, όλα αυτά και η πάλλουσα ανάσα της φιλίας, της συμπάθειας, της καθοδήγησης, σε αγκαλιάζουν και σε μαγεύουν, ώσπου ανατινάζεσαι σαν άστρο που τέλειωσε τον σκοπό του και η καρδιά σου στέλνει τα λιωμένα συντρίμμια της παντού στον κόσμο».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση