ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η ποιητική κληρονομιά ενός παραγνωρισμένου

«Βουβό» αντίο στον σπουδαίο Νίκο Φωκά (1927-2021)

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ

Στις 27 Ιουλίου 2021, στις δέκα το πρωί, λίγοι «συγγενείς τε και φίλοι» προπέμψαμε, στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας, τον ποιητή Νίκο Φωκά, στην έξοδό του από τη ζωή. Στις 26 Απριλίου 2003, ξημερώνοντας Μεγάλο Σάββατο, ένα βαρύ εγκεφαλικό τον κατεδάφισε. Eζησε από τότε, καταργημένος ποιητικά, δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, στο σπίτι του, μέσα σε μεγάλη φροντίδα και αγάπη από τη γυναίκα του Αγγέλα Φωκά. Πρόλαβε, πριν αρρωστήσει, να πάρει στα χέρια του τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του («Ποιητικές συλλογές, 1954-2000», ύψιλον/βιβλία, 2002). Ευτυχώς, το έργο του Φωκά, ο οποίος εκτός από την ποίηση άσκησε και την τέχνη του δοκιμίου και της μετάφρασης, έχει στο μεγαλύτερο μέρος του συγκεντρωθεί και εκδοθεί είτε από τον ίδιο είτε από φίλους του. Το 2005 εκδόθηκαν τα πεζοποιήματά του: «Ελεύθερο θέμα» (Εστία).

Μετά την έκδοση, το 2013, της συλλογής «Κοντή σκιά» (ύψιλον/βιβλία), ποιητικά υπόλοιπα δεν υπάρχουν. Στους τρεις τόμους δοκιμίων του, με σταθερό θέμα την ποίηση, τη γλώσσα και τον Παπαδιαμάντη, ήρθε να προστεθεί, το 2015, ένας τέταρτος: «Η μοναξιά της ποίησης» (Νεφέλη). Απομένουν αθησαύριστα σε βιβλίο ορισμένα κριτικά κείμενά του, ικανά να απαρτίσουν έναν ακόμη τόμο δοκιμίων. Το αρχείο του απόκειται στη Γεννάδειο.

Σχεδόν ξεχασμένος

Ο θάνατος του σημαντικότερου ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς άφησε ασυγκίνητα τα ποικίλα ενημερωτικά μέσα· τόσα χρόνια άρρωστος και βουβός είχε σχεδόν ξεχαστεί, κάποιοι ίσως να τον θεωρούσαν και πεθαμένο. Μα και όσο ζούσε ο Φωκάς δεν είχε την αναγνώριση που του άξιζε. Βρέθηκαν βέβαια άνθρωποι που πρόσεξαν την ποίησή του και την εκτίμησαν. Θα αναφέρω δύο μόνο, που δεν βρίσκονται και αυτοί στη ζωή, τον Ανδρέα Μπελεζίνη και τον Aρη Μπερλή. Θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε πολλούς λόγους για αυτή την παραγνώριση. Ο κυριότερος πάντως είναι πως για μεγάλο διάστημα μετά το 1974 η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς είναι τόσο απόλυτη, ώστε ένας ποιητής, όπως ο Φωκάς εν προκειμένω, που δεν ανήκε σε αυτήν ή δεν συμμεριζόταν την ιδεολογία της, να μη βρίσκει απήχηση. Ας μετρήσει ο αναγνώστης την αποδοχή του Αναγνωστάκη, του Πατρίκιου και άλλων αριστερών ποιητών της γενιάς αυτής, και ας τη συγκρίνει με του Φωκά.

Eνας άλλος λόγος είναι πως η ποίησή του είναι αποφασιστικά και επίμονα αντισυναισθηματική, τόσο που να φαίνεται σε πρώτη προσέγγιση ψυχρή και εγκεφαλική. Χρειάζεται γερή ποιητική εκγύμναση για να μπορείς να αναγνωρίζεις το κάρβουνο που καίει κάτω από την ψυχρή επιφάνεια. Ο συναισθηματισμός, όπως έγραψε στα σκληρά δοκίμιά του κατά του Ρίτσου, δεν είναι αίσθημα, «είναι η απομίμηση του αισθήματος, είναι η απάθεια που υποκρίνεται το πάθος, είναι ακριβώς η ψυχρότητα που προσποιείται τη θερμότητα», και συνοδεύεται πάντα από ρητορικότητα, ωραιολογία και λαϊκισμό («Επιχειρήματα για τη γλώσσα, για τη λογοτεχνία» Εστία, 1982, σ. 79 και 76). Η ποίηση του Φωκά είναι ακραία ατομική, μακριά και πέρα από συλλογικούς μύθους και κοινά αισθήματα, τραγικά ενίοτε μοναχική: «Ω η εκκλησιά τόσο κοντά κι εγώ να κάθομαι σπίτι, / Η πύλη της ανοιχτή κι εγώ να μην μπορώ να μπω, / Να χτυπούν οι καμπάνες / Κι εγώ να τις ακούω απ’ το γραφείο μου, / Να ψάλλονται τ’ αναστάσιμα / Κι εγώ να γράφω τη δική μου ποίηση!» («Η κάθε μέρα ως θαύμα», «Ποιητικές συλλογές», σ. 241).

Ο Φωκάς στην ποίησή του τα μέτρησε όλα με το μέτρο του θανάτου, το ότι θα πεθάνουμε μια μέρα αυτό είναι το κοινό μυστικό μας («Σε συνομήλικο», σ. 232). Ο κόσμος είναι εξαρχής και αμετάκλητα τραγικός, και πάνω σε αυτήν ακριβώς τη μεταφυσική τραγικότητα γεννιέται η ποίηση: «Είναι μια μήτρα που βγάζει γύπες, γενιά προς γενιά, / Μ’ όλες τις λεπτομέρειες απαράλλαχτες: τις αρπάγες, το ράμφος. / Είναι μια μήτρα που βγάζει γερανούς – κοινότατους, στερεότυπους γερανούς. / Αθώες είναι οι μήτρες, άβουλα σκεύη. Οποιος έπλασε τις μήτρες έχει την ευθύνη της τραγωδίας» («Γερανός και γύπας», σ. 128). Η αγριότητα είναι το ανεξάλειπτο συστατικό αυτού του κόσμου: «Αυτό ’ναι το κουνέλι που, / ένα απομεσήμερο σαν τ’ άλλα, / Καθιστό στα πισινά, / χωρίς εστία στο βλέμμα, / Με την κληρονομική τρεμούλα του είδους συνεχή, / Ενιωσε αιφνίδια στην κοιλιά / (Καρφωμένο πάνω του σαν βέλος / ξαπολυμένο από τη λόχμη) / Το κουνάβι…» («Κουνέλια», σ. 189).

Σε αυτόν τον αμετάθετο ορίζοντα του θανάτου και της τραγικότητας, ο Φωκάς βλέπει τη ζωή στην πιο καθημερινή εκδοχή της, με πικρή τρυφερότητα: «Ω εσείς φτωχοί θαμώνες αιθουσών κονσέρτων, σας παρατηρώ / Την ώρα που αφουγκράζεστε μια σύνθεση στο πιάνο / Απάνω στους βραχίονες του καθίσματος να ψευτοπαίζετε / Με πονεμένα δάχτυλα σκεβρά κι αρθριτικά / Μιμούμενοι, ω δυστυχισμένοι, τον σπουδαίο σολίστα στη σκηνή / Ή πίσω απ’ τον σολίστα τον διάσημο συνθέτη. / Να ψευτοπαίζετε τη μελωδία ή να κρατάτε τον ρυθμό / Με το κεφάλι ή με το πόδι, σάμπως να διευθύνετε. // Τι ματαιωμένοι αλήθεια σολίστες ή συνθέτες είμαστε όλοι μας· / Τι ματαιωμένοι στην πραγματικότητα εραστές / –Παρά τους τόσους έρωτες που πιθανό να ’χουμε ζήσει– / Ματαιωμένοι, αλλ’ όχι και παραιτημένοι, παίζοντας / Ως τα βαθιά μας γηρατειά στα μπράτσα του καθίσματος / Ή και το ξύλο ακόμα του τελευταίου μας κρεβατιού την ίδια μελωδία / Σαν ανταπόκριση σ’ ένα ανεκπλήρωτο όνειρο / Απάνω σε μιαν ύλη που δεν απαντάει στα δάχτυλά μας» («Εραστές», σ. 387).

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση