ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Tα έθνη και το παγκόσμιο τσουνάμι

Μια προσπάθεια απάντησης στη δύσκολη και πολυπαραγοντική ερώτηση «τι επιφυλάσσει το μέλλον για τον κόσμο;»

Kathimerini.gr

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

JARED DIAMOND
Εθνη σε αναταραχή
μτφρ. Ρηγούλα Γεωργιάδου
εκδ. Διόπτρα, 2020, σελ. 496

Στα 1898 ο Πολ Γκογκέν, απομονωμένος στη Γαλλική Πολυνησία, ολοκλήρωσε έναν εμβληματικό πίνακά του σε ασυνήθιστα για τον ίδιο μεγάλο μέγεθος (1,50 μ. x 3,60 μ.). Είναι το «Από πού ερχόμαστε / Ποιοι είμαστε / Πού πάμε» («D’où Venons Nous / Que Sommes Nous / Où Allons Nous»). Στον πίνακα αυτό ο (εν πολλοίς) αισθησιοκράτης Γκογκέν επιχείρησε μια απροσάρμοστη «τελική αναμέτρηση» με την υπόθεση του στοχασμού πάνω στην ύπαρξη – σε έναν προφανή διάλογο με τη θρυλική «Aνοιξη» του Σάντρο Μποτιτσέλι. Ο Γκογκέν είχε ορκιστεί πως θα αυτοκτονούσε μετά την ολοκλήρωση του πίνακα – θα έπινε ένα μπουκαλάκι με αρσενικό. Ολα δείχνουν πως, σύμφωνα με μια ακόμη από τις παλινωδίες της αλλοπρόσαλλης μεγαλοφυΐας του, το ψευτο-επιχείρησε δίχως να το επιτύχει.

Είναι προφανές πως το ερώτημα του πίνακα του Γκογκέν, που διαχρονικά υπήρξε λειτουργικός καταλύτης στα χέρια ποιητών, καλλιτεχνών και φιλοσόφων, έγινε ο δύσκολος δρόμος προς την ενηλικίωση της Ιστορίας – για την ακρίβεια, της στοχαστικής ή και επιστημονικής σκέψης που μελετάει την Ιστορία. Τα τελευταία 150 χρόνια, ο ιστοριογραφικός λόγος εκκινώντας από την προσπάθεια σύνθεσης ενός πολιτικού αφηγήματος για το παρελθόν μας μετεξελίχθηκε (σταδιακά και με πολύμορφες εκφάνσεις) σε έναν λόγο πρωτίστως υπαρκτικό για την ταυτότητα του ανθρώπου, για την ταυτότητα των κοινωνιών και για την ταυτότητα του φαντασιακού μέλλοντός μας.

Ο Μαρξ εμβόλισε στην Ιστορία την οικονομία, ο Νίτσε απαίτησε από την Ιστορία τη φιλοσοφία (ή και την προφητεία), ο Σπένγκλερ καταλόγισε στην Ιστορία την πεπρωμένη παρακμή της, ο Μπένγιαμιν της απέδωσε τον ζοφερό της άγγελο, η Σχολή των Annales έβαλε στο πλάνο της ιστοριογραφίας την ανθρωπολογία, την κοινωνική ψυχολογία, τη γεωγραφία, τη βιολογία, την περιβαλλοντολογία, τη στατιστική, τη δημογραφία, τη λογοτεχνία, την ιστορία της τέχνης και των ιδεών. Από τον Μπροντέλ και μετά, η ιστοριογραφία γίνεται περισσότερο βιοπολιτική ανθρωπολογία – επί της ουσίας γίνεται (για να θυμηθώ έναν όρο που πρότεινε από το 1941 ο Ορτέγκα ι Γκάσετ) ιστοριολογία: μια στοχαστική διαδρομή που ανασυνθέτει την ταυτότητα ανθρώπων και κοινωνιών διά της ταυτότητας των ανθρώπων και των κοινωνιών του παρελθόντος. Και καθώς ο άνθρωπος από τον Διαφωτισμό και μετά είναι ο άνθρωπος μαζί με το προσδοκώμενο μέλλον του, πολύ γρήγορα η ιστοριολογία απέκτησε θαλερό λόγο επί του μέλλοντος. Στην (κρίσιμη για τον ταυτοτικό αυτοπροσδιορισμό της Δύσης) δεκαετία του 1990 όλοι θυμόμαστε πόσο μας εξόργισαν ή και πόσο μας ενθουσίασαν (ίσως ακριβώς για αυτό: επειδή είχαν τη δυνατότητα να μας εξοργίζουν) τα βιβλία του Φράνσις Φουκουγιάμα και του Σάμιουελ Χάντιγκτον: Το «Τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» και η «Σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης» ήταν δύο μετα-ιστορικά ιστοριολογικά βιβλία που εξερευνούσαν τη βιοπολιτική της Δύσης. Αν σήμερα τα ξαναδιαβάσει κανείς ψύχραιμα, δίχως τη ρητορική πολιτική ένταση που δημιούργησαν καταγγελλόμενα, συνήθως με αναχρονιστική σχηματικότητα, ως εγχειρίδια του «μεταμοντέρνου ανιστορικού αναθεωρητισμού», και συνάμα προσπεράσει τις (όχι αμελητέες) απλουστεύσεις τους, θα δει σε αυτά, πρώτα από όλα, μια καίρια αγωνία του New Age: Οι άνθρωποι γυρεύουμε διά της Ιστορίας να μιλήσουμε για το μέλλον μας, ενδεχομένως και να το τραβήξουμε προς το μέρος μας.

Δεν χωράει αμφιβολία πως ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ (ΗΠΑ, γεν. 1937) εκφράζει με κάθε κύτταρο του μυαλού του αυτή την ακολουθία σκέψης. Καθηγητής Γεωγραφίας στο UCLA με εξειδίκευση στη βιογεωγραφία, φυσιολόγος, ανθρωπολόγος, ιστορικός και ιστοριολόγος (αλλά και ορνιθολόγος), δεσπόζει ανάμεσα στους κορυφαίους εν ζωή εκπροσώπους της βιοπολιτικής ανθρωπολογίας/ιστοριολογίας – δεν είναι τυχαίο πως επηρέασε καθοριστικά (πιθανώς όσο κανένας άλλος) τον πιο προφανή επίγονό του και τρομερό παιδί της σύγχρονης βιοπολιτικής σκέψης, τον Γιουβάλ Νόε Χαράρι. Με μια σειρά από «εκλαϊκευτικά» βιβλία-προκλήσεις που δημοσίευσε τα τελευταία 30 χρόνια, ο Ντάιαμοντ έβαλε στο κέντρο της αφήγησής του τις εξελικτικές διαδρομές των ανθρώπινων κοινωνιών: «Ο Τρίτος χιμπαντζής – η εξέλιξη και το μέλλον του ανθρώπου» το 1991, «Οπλα, μικρόβια και ατσάλι» το 1997, «Γιατί το σεξ είναι διασκεδαστικό;» το 2001, «Η κατάρρευση – Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν» το 2005, «Ο κόσμος μέχρι χθες – Τι μπορούμε να μάθουμε από τις παραδοσιακές κοινωνίες» το 2012 (όλα τα παραπάνω κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κάτοπτρο). Στα βιβλία αυτά ο Ντάιαμοντ μελετάει κοινωνίες προϊστορικές, πρωτοϊστορικές, αρχαίες, παραδοσιακές ή και σύγχρονες, κάνοντας μια σειρά από γοητευτικές υπερσυνδέσεις και αναγωγές (άλλοτε ιδιοφυείς και άλλοτε εκβιαστικά υπερβολικές) για την καταγωγική ρίζα τους και τη δημιουργία της δομής τους, για τη δυνατότητά τους να επιβιώνουν ή για την πορεία τους προς τον αφανισμό, για το κατά πόσον μπορούν να χρησιμεύσουν ως πρότυπο στον επερχόμενο καιρό. Η ιδιαίτερη persona του συγγραφέα τους, η αφοπλιστική όσο και παιγνιώδης πολυμάθειά του και το ανάλαφρο αφηγηματικό ύφος του (όπου ιστορικά γεγονότα συχνά συμπλέκονται με προσωπικές εμπειρίες) προφανώς δημιούργησαν στυλιστική σχολή (στον νου μου έχω και πάλι την περίπτωση του Χαράρι) και εξασφάλισαν στα βιβλία του μια εξακολουθητική θέση στη λίστα των best sellers, μια σειρά από βραβεία αλλά και απρόβλεπτες ενθουσιώδεις κρίσεις (είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Μπιλ Γκέιτς που δηλώνει ότι τα βιβλία του Ντάιαμοντ επηρέασαν καθοριστικά τη σκέψη του τις τελευταίες δεκαετίες).

Οι εφτά περιπτώσεις

Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά της σκέψης και του ύφους του Ντάιαμοντ επαληθεύονται και στο τελευταίο βιβλίο του, «Εθνη σε αναταραχή – Πώς αντιμετώπισαν την πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας τους» («Upheaval: How Nations Cope with Crisis and Change», 2019), το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Ρηγούλας Γεωργιάδου (και με ένα πολύ πρόσφατο κείμενο του Ντάιαμοντ για την πανδημία COVID-19 να προτάσσεται του βιβλίου). Εδώ, η παραδειγματική αφετηρία του στοχασμού του (τον οποίο ο ίδιος ονομάζει «συγκριτικό») μετατοπίζεται από τις παραδοσιακές κοινωνίες σε εφτά περιπτώσεις σύγχρονων εθνικών κρατών («εθνών» όπως τα ονομάζει ο ίδιος) που βρέθηκαν σε αναταραχή (upheaval) και κατάφεραν να ανασυνθέσουν τον εαυτό τους σε μια νέα κανονικότητα: Eίναι η Φινλανδία από το 1939 και μετά (και η δύσκολη σχέση της με τη Σοβιετική Ενωση), η Ιαπωνία από το 1853 και μετά (η Εποχή Μέιτζι), η Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ, η Ινδονησία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 1965 και τις σφαγές που ακολούθησαν, η μεταπολεμική Γερμανία, η μεταπολεμική Αυστραλία, και (όπως κανείς ευνόητα περιμένει) οι Ηνωμένες Πολιτείες του σήμερα. Ενα τελικό κεφάλαιο (πιθανώς το πιο ενδιαφέρον και σίγουρα ενδεικτικό του τρόπου που σκέφτεται ο Ντάιαμοντ) διερευνά την εφαρμογή του πίνακα πορισμάτων που προέκυψαν από τις προηγούμενες περιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, στην παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα του παρόντος και του μέλλοντος.

«Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε;»

Ο πίνακας των δώδεκα παραγόντων που θα κρίνουν αν ένα «έθνος» θα ξεπεράσει την κρίση ή θα καταποντιστεί είναι εξαιρετικά ερεθιστικός – και συνάμα χωράει πολλή συζήτηση και πολλές αντιρρήσεις. Ο Ντάιαμοντ θεωρεί καθοριστικά την κατανόηση της κρίσης, την ανάληψη της ευθύνης αντιμετώπισης, τη δημιουργία ενός πλέγματος που θα οριοθετεί τα προς αντιμετώπιση προβλήματα, τη λήψη οικονομικής βοήθειας από άλλες χώρες, την αξιοποίηση της εμπειρίας άλλων χωρών, την ενίσχυση και την επανεφεύρεση της εθνικής ταυτότητας, την ειλικρινή αυτοαξιολόγηση, την ιστορική εμπειρία προηγούμενων κρίσεων, την αντιμετώπιση της συλλογικής αποτυχίας, τη στοχευμένη ευελιξία, τις βασικές συνεκτικές εθνικές αξίες, την ελευθερία από διαφόρους γεωπολιτικούς περιορισμούς. Είναι προφανές πως τα κριτήρια επαληθεύονται καθαρά στην Ιαπωνία της εποχής Μέιτζι ή στη Φινλανδία των χρόνων από το 1939 και μετά, ωστόσο φαντάζουν μάλλον στενά (ακόμη και στον ίδιο τον Ντάιαμοντ) ή και λειψά, όταν μιλάει για τις ΗΠΑ του παρόντος και του μέλλοντος, και ακόμη περισσότερο, στο πλέον ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει τον εύγλωττο τίτλο «Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τον κόσμο;».

Τι εννοώ: τα παραδείγματα του Ντάιαμοντ έρχονται από τον κόσμο των αυτόνομων οικονομιών που καλλιέργησαν τα αυτόνομα έθνη – όταν πάνε να εφαρμοστούν στα σημερινά παγκόσμια βιοπολιτικά αιτήματα/αινίγματα δείχνουν να αυτοϋπονομεύονται. Ο Ντάιαμοντ επαναλαμβάνει στα δώδεκα κριτήριά του μια πολύ σωστή αρχή: μόνο κοινωνίες που βρίσκουν συνεκτικούς, λογικούς, ηθικούς και ταυτοτικούς άξονες μπορούν να προχωρήσουν. Ετσι καταφεύγει στην ιδέα των «εθνών» τα οποία για δύο αιώνες, ως λειτουργική κατασκευή, παρήγαν αυτή τη συνοχή (προκαλώντας, βέβαια, μίσος, φανατισμό, πόλεμο, πόνο και θάνατο). Ωστόσο στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο (ακριβώς λόγω της οικονομικής υπερ-δομής του) τα «έθνη» είναι μια μάλλον θανατηφόρος νοσταλγία – διότι συνοδεύεται με μια πεισματική άρνηση του παρόντος. Και το παρόν μας λέει ότι δεν έχουμε κανένα πειστικό αφήγημα που να μας συνέχει ως ανθρωπότητα να προτάξουμε απέναντι στα δύο πρωτεύοντα (και κατά τον Ντάιαμοντ) παγκόσμια προβλήματα – την ανισότητα και την κλιματική αλλαγή. Και πως η Ιστορία διδάσκει πως όταν δεν δημιουργείται το συνεκτικό αφήγημα έρχεται ένας μεγάλος πόλεμος να το επιβάλει.

Η ιστορία του Γκογκέν και του διάσημου πίνακά του, που προτάχθηκε στον πρόλογο αυτού του κειμένου, μπορεί να διαβαστεί και ως αλληγορία: Οι άνθρωποι έχουμε ζωτική ανάγκη να απαντήσουμε στη μάταιη ζωή μας στο τρίπτυχο ερώτημα «Από πού ερχόμαστε; Ποιοι είμαστε; Πού πάμε;» – και μάλιστα γυρεύουμε μια απάντηση «οριστική», «πέρα από κάθε αμφιβολία». Την ίδια ώρα, δεν είμαστε έτοιμοι να αντέξουμε το βάρος ενός προκαθορισμένου πεπρωμένου, μιας «οριστικής» απάντησης – προτιμάμε να εξαγγείλουμε μελοδραματικές «αυτοκτονίες», τις οποίες δεν θα πραγματοποιήσουμε διότι η ζωή είναι γλυκύτερη από τον μελοδραματισμό μας. Μπορούμε ωστόσο να διατυπώνουμε ξανά και ξανά το ερώτημα – ελπίζοντας πως η απάντηση θα καθυστερήσει.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση