ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τα φωτογραφικά άλμπουμ με τα νωπά πρόσωπα

Προδημοσίευση ενός αποσπάσματος από το νέο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΑΓΚΛΙΝΗ

Ο Νίκος Βατόπουλος δεν χρειάζεται συστάσεις, ειδικά στους αναγνώστες της «Κ». Η αρθρογραφία και οι στήλες του τον έχουν καταστήσει τον κορυφαίο, ίσως, σύγχρονο αθηναιογράφο, έναν σαγηνευτικό αφηγητή της πόλης, με τις μνήμες της και την ιστορία των ανθρώπων της. Στο νέο βιβλίο του, «Στο βάθος του αιώνα. Ενα αφήγημα για την Αθήνα», που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, η ματιά του γίνεται ακόμη πιο αναστοχαστική, πολυπρισματική, πιο προσωπική, συνδέοντας περίτεχνα το ατομικό με το συλλογικό, σε μια ανάγλυφη περιγραφή λογοτεχνικών αξιώσεων.

Με ιδιαίτερη χαρά και τιμή για τον καλό μας συνάδελφο στην «Κ», προδημοσιεύουμε σήμερα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.


Ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης στο οικογενειακό του σπίτι στην οδό Πανεπιστημίου (αρχείο οικογενείας Λιδωρίκη).

Προδημοσίευση


Στο νέο βιβλίο του Ν. Βατόπουλου η ματιά του γίνεται ακόμη πιο αναστοχαστική και πολυπρισματική.

«Η οδός Πατησίων, ευθεία, χρύσιζε, τρεμόσβηνε. Στα κίτρινα φώτα της εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ, σε έναν από τους μοναχικούς περιπάτους μου, ένιωσα πως μπορούσα να φτάσω μακριά. Και, από την άλλη, όσο είχα την επιθυμία να απομακρυνθώ και να χαθώ, άλλο τόσο ήθελα να κουλουριαστώ, να γίνω μια τελεία, μια αόρατη κουκκίδα. Προς στιγμήν ήθελα να μπορούσα να χωνόμουν σε ένα σινεμά, από εκείνα με τις μπλε κουρτίνες με τα ασημένια αστεράκια και τις ταξιθέτριες με τις ποδιές και το πρόγραμμα στο χέρι, και να έβλεπα ξανά και ξανά σε μια ατελείωτη λούπα το «1900». Ηταν μια επιθυμία παράδοξη όσο και απολύτως οικεία που γεννήθηκε εκεί, σαν ένα φυλλαράκι σε μια σχισμή του χρόνου. Μου ήρθε ξαφνικά, με βρήκε απροετοίμαστο εκεί που βάδιζα σκεφτικός και, παρότι δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου ούτε τον Μπερτολούτσι ούτε κάτι που να με οδηγούσε προς τον κόσμο τον δικό του, ένιωθα το μυαλό μου να κατακλύζεται σιγά σιγά από θερμά κύματα που με σκέπαζαν και με απογείωναν ταυτόχρονα. Δεν ήξερα αν ήταν νοσταλγία, που ομολογώ δεν την είχα προσκαλέσει, τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή, ή αν ήταν απλώς μια διάθεση να γεννήσω κάτι που να παρουσίαζε κάποιο ελάχιστο ενδιαφέρον σε έναν περίπατο αντικειμενικά άχρωμο και ολωσδιόλου αντικινηματογραφικό. (…)


Η Αίθουσα Βλάχου στο κτίριο της «Καθημερινής», Σωκράτους 57.

Αυτό που πάντα με συγκινεί είναι η ανάγκη να σταθμίσει κανείς την εποχή του με όρους ιστορικούς ή έστω να επιχειρήσει με κάποια απόσταση να αποστάξει την καθημερινότητα για να μείνει ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, όπως το έκανε ο Στέφαν Τσβάιχ στον «Κόσμο του χθες», ένα από τα βιβλία που μου έδωσαν απαντήσεις σε ερωτήματα που από παιδί είχα μέσα μου και παρέμεναν αναπάντητα, γιατί δεν είχα φυσικά τη δυνατότητα να συνομιλήσω ως ενήλικας με κάποιον που είχε ώριμη ηλικία πενήντα και εκατό χρόνια πριν γεννηθώ. Είναι μια επιθυμία αλλά και ένα ανοικτό ερώτημα το πώς μπορεί να μεταφερθεί η αίσθηση της καθημερινής ζωής όταν αυτή εκλείψει και αντικατασταθεί από μια άλλη. Πώς μπορεί, δηλαδή, να πει κάποιος με λόγια απλά και αληθινά πώς ήταν μια ημέρα στην πόλη του, μια ημέρα στην Αθήνα, μια ημέρα τυχαία, ας πούμε πώς ήταν η ζωή στην οδό Ακαδημίας στις 12 Φεβρουαρίου 1963… Είναι μια πρακτική αδυναμία και μια φυσική συνθήκη που μας ωθεί διαρκώς στο μέλλον και μαζί σπρώχνει προς τα πίσω, ως αόρατη σκόνη, τις σκιές όσων περπάτησαν σε εκείνα τα πεζοδρόμια δέκα, πενήντα και εκατό χρόνια πίσω. Σαν μια άσκηση διαρκούς αυτοβιογραφικής ακτινογραφίας, στέκομαι συχνά στα πρόσωπα που εντοπίζω στις παλιές φωτογραφίες στα σπίτια, τους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας. Είναι πρόσωπα νωπά αν τα δει κανείς με την οπτική του ιστορικού χρόνου. Νωπά πρόσωπα είναι και εκείνα που έζησαν σε εποχές που μπορούμε να συλλάβουμε την ατμόσφαιρα, έστω και αν μας φαίνονται μακρινές. (…)

Κλασική έκδοση του «Χωκ Φινν».

Οι ιστορικοί χρόνοι είναι μέσα στο πολιτισμικό θυμικό και συμπλέουν και, ενώ μπορώ να φανταστώ με τη βοήθεια της τέχνης και της λογοτεχνίας την καθημερινότητα σε μια γαλλική πόλη του έτους 1250, αδυνατώ να κάνω το ίδιο για την καθημερινότητα στη νεολιθική Κρήτη το 5000 π.Χ. Οταν έχω στην παλάμη μου εκείνες τις μικρές φωτογραφίες δρόμου που έβγαζαν οι πλανόδιοι φωτογράφοι στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, εστιάζω στην κίνηση των σωμάτων. Ηταν συνήθως Αθηναίοι που πήγαιναν στις δουλειές τους, ορισμένες φορές και περίπατο, άνδρες μόνοι ή γυναίκες μόνες ή με παρέα, γυναίκες πιασμένες αγκαζέ, πολύ συχνά ήταν ανδρόγυνα ή ανά δύο φίλοι και φίλες. Στη Σταδίου, στην Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια… Εχει γράψει πολύ ωραία γι’ αυτή τη φωτογραφική πρακτική –σπουδαία κοινωνική παρακαταθήκη– ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο βιβλίο του «Τετέλεσται» (εκδόσεις Opera, 2002) και είναι ένας ελάχιστα μελετημένος θησαυρός, μια πηγή γνώσης και συγκίνησης. Πριν ακόμη μάθω για την ευρύτατη διάδοση αυτής της συνήθειας, είχα τα πρώτα δείγματα στα οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμ, όπου πάνω στις μαύρες ματ σελίδες ή πίσω από τη ζελατίνα ξεφυλλίζαμε τις σκηνοθετημένες ιστορίες μας. Το ξεφύλλισμα των άλμπουμ ήταν ιεροτελεστία και δεν βαριόσουν ποτέ, όσες φορές και να τα είχες δει, γιατί πάντα κάτι άλλο θα πρόσεχες, γιατί πάντα μια άλλη οπτική σε μια γνωστή ιστορία θα γεννιόταν απρόσκλητη.

Ο Ιωάννης Κανδήλης το 1916.

Με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι το ξεφύλλισμα των πάμπολλων φωτογραφικών άλμπουμ που είχαμε στο σπίτι ήταν μια συνήθεια που εν πολλοίς με διαμόρφωσε. Η παρατήρηση των προσώπων στις φωτογραφίες ή και των τοπίων, των δρόμων και των σπιτιών, οι εκδρομές, τα ταξίδια, τα βαφτίσια και οι γάμοι (και φυσικά όχι οι κηδείες) ήταν μια διά βίου εκπαίδευση στην ευγενή τέχνη της παρατήρησης και στην εξ αυτής ενίσχυση της συνειρμικής δύναμης.

Αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι στο μέλλον θα γνωρίζουν τι είναι ένα φωτογραφικό λεύκωμα με προσωπικές και οικογενειακές φωτογραφίες με τον τρόπο που το καταλάβαιναν οι προηγούμενες γενιές τουλάχιστον, από το 1880 ώς το 2000. Είναι κάτι αντίστοιχο με τη γέννηση και τον θάνατο της καρτ ποστάλ, μια άλλη παράμετρος της κοινωνικής ζωής για την οποία είχα μια φυσική περιέργεια και έλξη από τα πολύ πρώιμα παιδικά μου χρόνια, γι’ αυτό και είχα αρχίσει να μαζεύω κάρτες από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Αλλά οι φωτογραφίες που συνδέονται με την οικογενειακή διαδρομή, με τις ρίζες και τη μεταβολή του χρόνου μέσα στο οικοσύστημα, το στέρεο, το οικείο και το αναπόδραστο είναι μια συγγενής μεν, αλλά άλλης τάξεως κατηγορία. Υπάρχει ένα στοιχείο βιωματικής πράξης και μια χειρονομία αυτοεπιβεβαίωσης απέναντι στο φυσικό αντικείμενο.»


Νύχτα στο Παγκράτι.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X