ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Χρίστος Φουκαράς: Ανεξίτηλες στιγμές ζωής

Ο καλλιτέχνης μίλησε στην «Κ» για το χωριό του, τη Μόσχα, την τέχνη αλλά και για τις δύσκολες συνθήκες που έζησε

Η «Κ» συνεχίζει να παρουσιάζει καλλιτέχνες της Κύπρου, οι οποίοι ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται πριν από την εισβολή. Πέμπτος στη σειρά, ο ζωγράφος Χρίστος Φουκαράς, με τον οποίο είχαμε μια όμορφη και ουσιαστική συζήτηση γύρω από τη ζωή του. Μια ζωή γεμάτη, γεμάτη αγάπη, φύση, εμπειρίες αλλά και στιγμές που δεν μπορούν να φύγουν από το μυαλό και την ψυχή του καλλιτέχνη. Ο κ. Φουκαράς φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στο χωριό του, την Κισσόνεργα, μιας και πολλά από τα έργα του είναι εμπνευσμένα από τη ζωή εκεί. Η κ. Φουκαράς είπε στην «Κ», «σχεδόν όλη μου τη ζωή την πέρασα στο χωριό και τότε οι συνθήκες ήταν ιδιόμορφες, ήταν αρχέγονες, γεμάτες ζωή αλλά και δύσκολες στιγμές για επιβίωση. Όλα αυτά τα στοιχεία ήταν με τα οποία κινήθηκα στην καλλιτεχνική μου πορεία»…

–Είστε από την Κισσόνεργα σωστά;

–Γεννήθηκα το 1944 στην Κισσόνεργα και από πολύ μικρός είχα επηρεαστεί από το θέατρο σκιών που μας έκαμνε στο χωριό ο Μάστρη - Γιάννης ο Κισσονέργης και είχαμε την τύχη και την ευτυχία να έχουμε σαν δάσκαλό μας τον μεγάλο ζωγράφο της Πάφου τον Κώστα Οικονόμου. Ο Οικονόμου έπαιξε και σημαντικό ρόλο όχι μόνο σ’ εμένα, αλλά για πολλούς καλλιτέχνες, που με τη διοργάνωση διαφόρων καλλιτεχνικών ομίλων που έκαμνε, με τις υποδείξεις και τη διδασκαλία του, έδωσε σε εμάς τα πρώτα βήματα για να ξεκινήσουμε. Δυστυχώς, μεγαλώνοντας υπήρξε το φάσμα των οικονομικών και δεν μπόρεσα να σπουδάσω απευθείας.

–Φαντάζομαι για να παιδί, για ένα αγόρι της τότε εποχής θα ήταν δύσκολο να πείτε στους γονείς σας ότι θα θέλετε να γίνετε ζωγράφος

–Αντίθετα! Ο πατέρας μου από πολύ μικρός, από 2-3 χρονών, από μόλις θυμάμαι δηλαδή, με προωθούσε στη ζωγραφική, αγοράζοντάς μου μπογιές και υλικά. Για την εποχή εκείνη ήταν μια πρωτοποριακή πράξη του πατέρα μου, των γονιών μου.

–Και πώς καταλήξατε στη Μόσχα;

–Πρώτα πήγα στη Λευκωσία σε αρχιτεκτονικό γραφείο, στον αδελφό του Κώστα Οικονόμου, τον Σταύρο Οικονόμου, εκεί έκανα περίπου επτά χρόνια σχεδιαστής. Παράλληλα, προσπάθησα να ζωγραφίζω και να είμαι σε διάφορους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής εκείνης. Και εκεί είχαμε κάνει αρκετή παρέα με τον φίλο μου και κουμπάρο μου τον Χαμπή Τσαγκάρη. Εκεί ξεκινήσαμε να κάνουμε διάφορες εκθέσεις στη Λευκωσία αλλά και στην Αμμόχωστο. Από μια μεγάλη έκθεση Παγκύπρια νέων ζωγράφων στη Λευκωσία, πήρα υποτροφία για να πάω στη Μόσχα. Αφού κάποιοι άνθρωποι με βοήθησαν σημαντικά όπως ο μακαρίτης, ζωγράφος Σολομών Φραγκουλίδης, ο φίλος μου ο Δώνης Χριστοφίνης γενικός γραμματέας της ΕΔΟΝ με τη δική τους πρωτοβουλία και προσπάθεια κατόρθωσα να πάρω υποτροφία στη Μόσχα για ζωγραφική.

–Στη Μόσχα λοιπόν...

–Έτσι πήγα στη Μόσχα, και σπούδασα στο Ινστιτούτο Τεχνών Σούρικωφ της Μόσχας. Για εμένα η Μόσχα ήταν ένας αληθινός παράδεισος, από πλευράς πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Ήμουν διψασμένος για μάθηση και ζωγραφική. Είχα και έχω μεγάλη αγάπη για την τέχνη. Η καθηγήτριά μου, η υπεύθυνη της μνημειακής ζωγραφικής Κλαύδια Αλεξάντροβνα Τουτεβόλ, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, άφηνε τον καλλιτέχνη να εκδηλώσει τις δικές του προσωπικές αντιλήψεις για το περιβάλλον και τον χώρο του.

–Και οι δικές σας ποιες ήταν;

–Εγώ έζησα μια ζωή μέσα στη φύση, κοντά στον άνθρωπο, κοντά στους ανθρώπους της επίπονης δουλειάς. Όλα αυτά ήταν η θεματογραφία μου, που είχε σχέση με αυτούς τους χώρους, με το χωριό. Σχεδόν όλη μου τη ζωή την πέρασα στο χωριό και τότε οι συνθήκες ήταν ιδιόμορφες, ήταν αρχέγονες, γεμάτες ζωή αλλά και δύσκολες στιγμές για επιβίωση. Όλα αυτά τα στοιχεία ήταν με τα οποία κινήθηκα στην καλλιτεχνική μου πορεία.

–Βρεθήκατε πάλι στη Μόσχα μετά το καλοκαίρι του 1974…

–Ναι, όταν πήγα πίσω στη Μόσχα για να ολοκληρώσω το πτυχίο μου, με απασχολήσαν αυτές οι εφιαλτικές σκηνές που είχα δει και είχα ζήσει στην Κύπρο. Είχα ξεφύγει για λίγο από την τακτική σειρά των μαθήματων άθελά μου, προσπαθούσα να εκφράσω με συνθέσεις το δράμα των ανθρώπων της Κύπρου. Στην προσπάθεια αυτή δεν ήταν στόχος για εμένα η αφήγηση αυτών γεγονότων αλλά μέσα από πειράματα και έρευνα που είχα κάνει, προσπάθησα να βρω έναν τρόπο για να εκφράσω όσο το δυνατό καλύτερα αυτές τις δραματικές στιγμές των γεγονότων.

–Βρήκατε τον τρόπο γι’ αυτό;

–Με οδήγησε η βυζαντινή τέχνη σε αυτό. Όχι απλώς να δώσω μια βυζαντινή μορφή στα έργα, αλλά να πάρω τη φιλοσοφία και τη ζωγραφική ένταση που είχαν τα πρόσωπα στις βυζαντινές εικόνες. Για εμένα είχε σημασία η ένταση του φωτός, που δημιουργούσε, μια πιεστική, υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα που συνάμα συνέπιπτε με το παράλογο και υπερρεαλιστικό της πραγματικότητας.

-Θυμάστε τα πρώτα σας έργα στη Μόσχα;

-Το πρώτο μου έργο στη Μόσχα ήταν μια σύνθεση και είχε ονομαστεί «Ομαδικός Τάφος» με πολλές φιγούρες μπροστά μανάδων και πίσω ο ομαδικός τάφος. Ο πίνακας σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Βούρου στην Ελλάδα. Μια άλλη θεματική ενότητα που άγγιξα ήταν ο βιασμός, που και αυτό είναι από αφηγήσεις ανθρώπων, που είχαν υποστεί αυτά τα βάσανα της κακομεταχείρισης από τους Τούρκους. Με ενδιέφερε αυτή η θεματική όχι μόνο σαν μια πράξη μεμονωμένη αλλά σαν ένας βιασμός του πολιτισμού, της συνείδησης και της ανθρώπινης υπόστασης. Άλλες θεματικές σειρές που άγγιξα ήταν ο Χορός Σκύλων, Η Ενέδρα, Οι Γυναίκες, Ο Ξεριζωμός και Οι Πορείες Γυναικών.

–Ετοιμάζετε κάτι αυτή την περίοδο;

–Σήμερα κάνω μια νέα δουλειά, είναι μια προσέγγιση προς την αγγειοπλαστική. Είναι ακόμη σε ένα αρχικό στάδιο αλλά ήδη έχω κάνει γύρω στα 20 έργα αγγειοπλαστικής με εικονογράφηση αυτών των αγγείων. Μελλοντικά θα προσπαθήσω μαζί με τον φίλο μου τον Νίκο Κοντό που είναι αγγειοπλάστης να φτιάξουμε κάτι μαζί, που θα είναι μιας δικής μου προσωπικής έμπνευσης σε σχέση και πάλι με τη φύση, τα ψάρια και τη θάλασσα.

Η ένταση του Φωτός - «Αλλά στην ουσία θα πάντα είσαι αυτός που είσαι»


–Και μετά από τη Ρωσία ήλθατε Κύπρο;

–Μετά από τη Ρωσία, πήγα στην Ελλάδα για να επιβιώσω εκεί ως καλλιτέχνης με έναν φίλο μου. Ήταν δύσκολη εποχή για εμάς τότε. Πήγα με 16 λίρες στην τσέπη. Βρήκαμε φιλοξενία από ένα φίλο μας Έλληνα αλλά φτάσαμε μέχρι απελπιστικές στιγμές, στιγμές δύσκολες, στιγμές που δεν είχαμε να φάμε. Δυστυχώς, ευτυχώς αυτές ήταν εμπειρίες ζωής, ενδιαφέρουσες. Αλλά εγώ εκείνη την εποχή στην Ελλάδα χαιρόμουν, ήταν η εποχή μετά τη Χούντα, με τις μεγάλες διοργανώσεις, με το ελληνικό τραγούδι να είναι σε έξαρση, υπήρχε ένας οργασμός καλλιτεχνικής δημιουργίας.

–Άρα μετά από κάθε κρίση έρχεται η Αναγέννηση;

–Φυσικά, αλλά ένιωσα αυτό το συναίσθημα, όταν για διάφορους λόγους είχα αποφασίσει να φύγουμε από την Αθήνα και να έλθουμε πίσω στην Κύπρο, το 1977. Ένιωσα στην Κύπρο μια άλλη θαλπωρή, μια άλλη ατμόσφαιρα, αισιοδοξίας πλέον μετά την καταστροφή. Είχε αλλάξει η εντύπωση και η προσπάθειά μου γύρω από τα ζωγραφικά, εικαστικά θέματα. Κατ’ αρχάς όταν επέστρεψα πίσω, πήγα στο χωριό μου στην Κισσόνεργα, εκεί ξαναμπήκα στη φύση, στους απλούς ανθρώπους και άρχισα να ζωγραφίζω πράγματα τελείως διαφορετικά, με περισσότερο ρεαλιστική απεικόνιση. Είχα ξεκινήσει τη σειρά από τοπία και αυλές της εποχής εκείνης που σήμερα δεν υπάρχουν. Είχα κάνει πολλά πορτρέτα της μάνας μου, αυτή η δουλειά εμπεριείχε μια πολύ προσωπική σύνδεση με τη μάνα, όχι ως άνθρωπος που είναι η μάνα μου, αλλά σαν γυναίκα του χωριού, η γυναίκα που μόχθησε, ταλαιπωρήθηκε. Πέρασε μέσα από πολλές και δύσκολες στιγμές, αλλά και πολλούς αγώνες για το καλύτερο.

–Θαυμάζετε και αγαπάτε τις γυναίκες.

–Πάντα υπήρχε αυτή η αγάπη, οι συνδέσεις με τη γυναίκα, την οποία εξέφρασα σε πολλές και διαφορετικές μορφές, σε τραγικές, δύσκολες, ποιητικές, εξωπραγματικές, σε στιγμές πραγματικής ανθρώπινης αγάπης και υπό διαφορετικές εικαστικές λύσεις. Πάντα είχα αυτή την τάση για αναζητήσεις και λύσεις εικαστικές, νομίζοντας ότι θα φέρω κάτι καινούργιο. Δυστυχώς, αυτό το πράγμα είναι δύσκολο, γιατί πάντα είσαι ο εαυτός σου, προσπαθείς να πας ένα βήμα παρακάτω, αλλά στην ουσία είσαι αυτός που είσαι.

–Πότε νιώσατε ότι τα καταφέρατε;

–Πάντα ένιωθα ότι έκανα κάτι καλό, με την έννοια ότι προσπαθούσα να κάνω κάτι καλό, να φτάσω σε ένα επίπεδο που να είναι επαγγελματικό. Πάντα είχα μέσα στο μυαλό μου ότι αυτό που κάνω να έχει μια επαγγελματική αξία. Το έργο δηλαδή να μην είναι απλώς μια αφήγηση γεγονότων, πίσω τη θεματική περιγραφή, έπρεπε να υπάρχει ουσιαστικά η προσπάθεια για να μπουν στοιχεία νέας τεχνικής προσέγγισης, μέσα από τα διάφορα ρεύματα και επιδράσεις της εποχής μας αλλά και από την παράδοση. Στην πορεία της δουλειάς πέρασα από διάφορες καταστάσεις, διάφορες αναζητήσεις και από διάφορες σημαντικές ενότητες. Μετά από τις αυλές που ζωγράφιζα, ήρθε η προσέγγιση στον μύθο. Από αναζητήσεις από την προαρχαϊκή φόρμα που είχα μελετήσει στο μουσείο της Κύπρου. Αυτό με είχε τόσο συνεπάρει, που άρχισα να δημιουργώ μια μεγάλη ενότητα που διήρκησε γύρω στα 5 με 6 χρόνια, με πολλές συνθέσεις, όπως οι Χάριτες, ο Αδάμ και η Εύα, ο Προμηθέας, ο Ποσειδώνας, Οδυσσέας, Δαίδαλος και Ίκαρος επίσης και με ποίηση του φίλου μου του Γιώργου Μολέσκη που ήταν μέσα σε αυτές τις ενότητες.

–Ποτέ νιώσατε ότι το κοινό σας αναγνώρισε, αγκάλιασε;

–Να σας πω την αλήθεια εγώ είμαι ευγνώμων σε όλους αυτούς του παλιούς καλλιτέχνες, τους απλούς θεατές, όλους τους ανθρώπους που ήταν γύρω μου, γιατί πραγματικά ένιωσα μεγάλη αγάπη και στοργή, επιστρέφοντας στην Κύπρο από τους μεγάλους καλλιτέχνες, από τον Διαμαντή και τον Κάνθο. Νιώσαμε στοργική προσέγγιση, αλλά ένιωσα και μεγάλη αποδοχή από τους μοντέρνους ζωγράφους της εποχής.

–Πιστεύετε ότι αυτό που νιώσατε εσείς επιστρέφοντας πίσω στην Κύπρο, μπορούν να το νιώσουν και οι νέοι του σήμερα;

–Όχι. Ήταν άλλες οι εποχές, εποχές που οι καλλιτέχνες μεταξύ τους είχαν μια τρομερή ενότητα, μια επαφή. Ο ένας παρατηρούσε τον άλλον, ο ένας μελετούσε τον άλλον. Ήταν μια άλλη εποχή, που οι καλλιτέχνες και η τέχνη συμβάδιζαν σ’ έναν πολύ όμορφο δρόμο. Σήμερα τα πράγματα έχουν απομονωθεί, οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι γενικά έχουν φτάσει σε αδιέξοδα. Είναι μια δύσκολη στιγμή για τους νέους μας δυστυχώς που άλλες υποκειμενικές ή αντικειμενικές καταστάσεις έφεραν τα πράγματα έτσι.

Αυτός ο πόλεμος ήταν πολύ παράξενος

«Αυτός ο πόλεμος ήταν πολύ παράξενος αλλά και άτακτος, δεν υπήρχε συγκεκριμένη διήγηση, ο κόσμος δεν ήταν στρατιώτης συνηθισμένος, απλώς βρεθήκαμε στα όπλα έτσι σε μια κακιά στιγμή».

–Από τη Μόσχα πώς αναμιχθήκατε με την εισβολή του ’74;

–Το καλοκαίρι του 1974, τον Ιούνιο του τρίτου έτους των σπουδών μου επέστρεψα για διακοπές πίσω στην Κύπρο. Βρέθηκα σε αυτές τις δύσκολες και δυσάρεστες στιγμές του προδοτικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής που μου αφήσαν ανεξίτηλες πληγές. Αυτή όλη η δυστυχία που είδα κατά τη διάρκεια της παραμονής μου εκεί και στη συμμετοχή μου στις πολεμικές καταστάσεις, στις επιχειρήσεις, στην Πάφο, στην Πόλη της Χρυσοχούς που είχα λάβει. Όλες αυτές οι εμπειρίες μ’ έκαναν ν’ αλλάξω αντιμετώπιση προς τη ζωή, να δω αυτές τις τραγικές στιγμές που είχε ζήσει ο άνθρωπος γύρω μας και η παράξενη, παραλογή αντιμετώπισης αυτών των καταστάσεων. Έζησα τρομακτικές στιγμές μέσα στις πολεμικές διαμάχες κυρίως με τους Τουρκοκύπριους της περιοχής της Πάφου. Είδα το πόνο και τη δυστυχία των δικών μας και των Τουρκοκυπρίων. Όλα αυτά με επηρέασαν βαθιά, ώστε να ξανακοιτάξω με νέα οπτική τη ζωγραφική μου πορεία.

–Ποια ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή που θυμάστε;

–Η συγκλονιστική στιγμή για εμένα ήταν η στιγμή που μ’ έκανε να δακρύσω και νιώσω βαθιά συγκίνηση. Ήταν η στιγμή που παραδόθηκαν οι άνθρωποι, τα γυναικόπαιδα, κλαίγοντας και φωνάζοντας των Τουρκοκυπρίων στην περιοχή της Χρυσοχούς, μαυρισμένοι από τις πολεμικές συγκρούσεις, ένα πραγματικό δράμα. Είδα τον πόνο, τον ιδρώτα κατά το σούρουπο, είδα αυτές τις μορφές εξουθενωμένες, που βρέθηκαν σε μια αδιανόητη συνθήκη χωρίς να το θέλουν φυσικά.

–Φοβηθήκατε ότι θα μπορούσαν να σας σκοτώσουν

–Φυσικά! Υπήρχαν πολλές στιγμές έντονες, να βλέπεις διπλά σου ανθρώπους στην πορεία προς τη μάχη, να πέφτουν να φωνάζουν πληγωμένοι ή σκοτωμένοι. Ήταν πολύ έντονες οι μάχες στην Πάφο που διήρκησαν δύο 24ώρα και 10 ώρες στη Πόλη Χρυσοχούς. Αυτός ο πόλεμος ήταν πολύ παράξενος αλλά και άτακτος, δεν υπήρχε συγκεκριμένη διήγηση, ο κόσμος δεν ήταν στρατιώτης συνηθισμένος, απλώς βρεθήκαμε στα όπλα έτσι σε μια κακιά στιγμή.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Εικαστικά: Τελευταία Ενημέρωση