ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μία απόπειρα σκιαγράφησης της ζωής και του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821 - 2021

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΟΥΚΟΥ

O Καποδίστριας έχτισε τη σταδιοδρομία του με θυσίες και επίμονες προσπάθειες. Απέφυγε τις εύκολες και δελεαστικές προτάσεις που θα έλυναν από νωρίς, με έναν πλούσιο γάμο στη Ρωσία ή μια υψηλή διοικητική θέση, τα οικονομικά του προβλήματα και θα εξασφάλιζαν μια ζηλευτή θέση στους κύκλους της ρωσικής αριστοκρατίας. Eγραψε στον πατέρα του: «Μοι προσεφέρθησαν έως τώρα δύο ευκαιρίαι δια να συνάψω σπουδαίον συνοικέσιον. Υπήρξε μία ευτυχής συρροή όλων των επιθυμητών όρων: Γέννησις. Ανατροφή. Κύρος. Χρήματα. Πλούτος. Προσδοκίαι. Είσοδος εις την Αυλήν, καθ’ όσον και αι δύο είναι δεσποινίδες της Αυλής. Εις αμφοτέρας τας προτάσεις αυτάς απήντησα αρνητικώς. Ο μόνος δε λόγος, τον οποίον προέβαλα σχέσιν έχει προς τας αρχάς μου. Θα ήτο ώς να επώλουν εις υψηλήν τιμήν την ελευθερίαν μου…».

Διεκδίκησε έντονα μια ενεργή θέση στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία, και όταν του δόθηκε, έδειξε γρήγορα τις ικανότητές του: ξεχωριστή ευφυΐα, ευρυμάθεια, ικανότητα να εντοπίζει το ουσιώδες στα εξεταζόμενα θέματα, άνεση στη χρήση του προφορικού λόγου και μεγάλη ευχέρεια στη γραπτή διατύπωση των απόψεών του, σκληρή εργασία και συστηματική ενημέρωση, αφοπλιστική προσωπική γοητεία. Στην επιδίωξη των στόχων του ήταν σκληρός με τον εαυτό του, θυσίασε χαρές από την προσωπική του ζωή. Μία μόνο γυναίκα φαίνεται να τον συγκίνησε, η Ρωξάνδρα Στούρτζα, αλλά η αποτυχία ενός γάμου είναι, κατά τη γνώμη μου, υπερβολικό να αποδίδεται και αυτή σε θυσία για «πατριωτικούς στόχους». Σε δύσκολες στιγμές άντλησε δύναμη από τη βαθιά ορθόδοξη πίστη του και τις ιδέες που του είχε εμπνεύσει ο πατέρας του. Η συνεχής επικοινωνία μαζί του για περίπου 11 χρόνια δείχνει το μέγεθος της πατρικής επιρροής. Αυτή η αλληλογραφία μάς επιτρέπει ένα ψυχογράφημα του Καποδίστρια και μια πολύπλευρη εικόνα της καθημερινότητάς του, για να μη μένουμε μόνο στη διπλωματική και πολιτική του δράση.

Είχε την τύχη να προσέξει τις ικανότητές του ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ και να τον ορίσει έμπιστο συνεργάτη του. Δίπλα του βρέθηκε στο κέντρο των σημαντικότερων εξελίξεων της περιόδου 1814-1822 και αποτύπωσε με τις ιδέες του, τις συμβουλές και τις παρεμβάσεις του σημαντικές αποφάσεις για την τύχη της μετα-ναπολεόντειας Ευρώπης. Εκμεταλλεύθηκε τις για ένα διάστημα «φιλελεύθερες» τάσεις του αυτοκράτορα για να αντισταθεί στην αντιδραστική προσπάθεια του Μέτερνιχ και των ομοίων του να ακυρώσουν όλες τις μεγάλες αλλαγές που έφερε η Γαλλική Επανάσταση στην πολιτική και κοινωνική οργάνωση πολλών ευρωπαϊκών κρατών.

Ο ίδιος από τον φιλελευθερισμό της εποχής του, ως σύστημα ιδεών και πολιτική πρακτική, κράτησε κάποιες όψεις του –κυρίως την ανθρωπιστική του πλευρά–, και αντέδρασε στα δημοκρατικά κελεύσματά του. Απεχθανόταν και φοβόταν τις επαναστάσεις που τις θεωρούσε καταστροφικές. Κατάλαβε όμως καλά ότι η άρχουσα τάξη, στην οποία και αυτός ανήκε ως γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, δεν μπορούσε να διατηρηθεί στην εξουσία χωρίς κλυδωνισμούς και άσκηση βίας, αν δεν έκανε λελογισμένα και ελεγχόμενα από τα πάνω ανοίγματα προς τμήματα της μεσαίας τάξης που κατείχαν περιουσία και μόρφωση. Για αυτόν ένα μετριοπαθές σύνταγμα, που θα χορηγούνταν με τη θέληση του ηγεμόνα και όχι με τον εξαναγκασμό του, ήταν η επιθυμητή σύζευξη της υπάρχουσας πολιτειακής πραγματικότητας με τις νέες απαιτήσεις που είχαν στο μεταξύ προκύψει. Αντιλήφθηκε, επίσης, ότι δεν μπορούσαν πλέον να παραβλεφθούν τα δίκαια και οι αξιώσεις των λαών για κάποιας μορφής αυτοπροσδιορισμό, ιδιαίτερα αυτών των εθνοτήτων των οποίων η ιδιαιτερότητα δοκιμαζόταν ή ακόμη και κινδύνευε στις πολυεθνικές κρατικές οντότητες. Η τύχη της Επτανήσου αλλά και των υπόλοιπων περιοχών όπου κατοικούσαν Eλληνες ήταν μια ζωντανή και συγχρόνως οδυνηρή διαπίστωση αυτού του προβλήματος.

Σφραγίδα με ξύλινη λαβή του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος. Βιβλιοθήκη της Βουλής.

Για τις ιδέες του αυτές ήλθε σε οξεία αντιπαράθεση με τον Μέτερνιχ και τον Κάστλερεϊ, υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, οι οποίοι χρησιμοποίησαν κάθε τρόπο –πολλές φορές αμφίβολης εντιμότητας– για να υποσκάψουν την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα σε αυτόν. Το πέτυχαν εκμεταλλευόμενοι τη συντηρητική αναδίπλωσή του από το 1820. Ο Αλέξανδρος πίστεψε τελικά ότι κάθε τι που απειλούσε την ειρήνη έπρεπε να αποτραπεί επειδή εξυπηρετούσε το επαναστατικό διευθυντήριο στο Παρίσι, που υποκινούσε τις απανταχού εξεγέρσεις κατά των εδραιωμένων καθεστώτων. Υπό αυτό το πρίσμα είδε ο Ρώσος αυτοκράτορας και την Επανάσταση των Ελλήνων.

Ο Καποδίστριας αρνήθηκε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας και προσπάθησε να αποτρέψει την έκρηξη μιας επανάστασης. Δεν πίστευε στην αναγκαιότητά της, ιδιαίτερα αφού γνώριζε ότι ο Αλέξανδρος δεν θα την υποστήριζε. Οπως και έγινε. Οταν όμως ξέσπασε τελικά η Επανάσταση, ο Καποδίστριας προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τα τουρκικά αντίποινα για να καταστήσει τη Ρωσία ρυθμιστή των εξελίξεων. Επέμενε να μην επιτρέψει η Ρωσία να έχουν λόγο οι σύμμαχοί της στις δικές της σχέσεις της με την οθωμανική αυτοκρατορία. Παρά την επιμονή του, δεν εισακούστηκε. Οδυνηρά είδε τον αυτοκράτορα να υποκύπτει στις εισηγήσεις του Μέτερνιχ, και να παραπέμπει το ελληνικό ζήτημα σε ένα ακόμη συνέδριο των δυνάμεων. Τελικά, η επιμονή του για την υιοθέτηση των δικών του θέσεων δυσαρέστησε τον Αλέξανδρο και ο αποχωρισμός τους ήταν αναπόφευκτος.
Ο Καποδίστριας δέχθηκε τελικά την εκλογή του από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση ως κυβερνήτη της Ελλάδος, αφού προηγουμένως είχε εξασφαλίσει την παραίτησή του από τη ρωσική υπηρεσία και οι τρεις δυνάμεις είχαν αποφασίσει επίσημα την εμπλοκή τους για τη δημιουργία ελληνικής κρατικής οντότητας.

Κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα του 1828 δεν ήταν ώριμη για συνταγματικό πολίτευμα. Προείχαν η απελευθέρωση της χώρας, η διεθνής αναγνώρισή της και ο καθορισμός ασφαλών συνόρων, η ηθική και πνευματική βελτίωση του πληθυσμού και η διανομή των γαιών στους ακτήμονες για να απαλλαγούν από τις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες που επέβαλλαν την εξάρτησή τους από ισχυρούς προστάτες. Οταν οι όροι αυτοί θα πραγματοποιούνταν –κυρίως η διεθνής αναγνώριση της Ελλάδας και ο σχηματισμός ισχυρής τάξης μικρών καλλιεργητών–, ο κρατικός πατερναλισμός θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια μορφή συνταγματικότητας (επαρχιακά συμβούλια στην αρχή, εθνική αντιπροσωπεία αργότερα). Διέκρινε, επομένως, το μελλοντικό πολίτευμα, που ποτέ δεν αρνήθηκε ότι θα είχε κάποιο χαρακτήρα συνταγματικό, από το προσωρινό καθεστώς που εγκαθίδρυσε με την άφιξή του. Πίστευε, μάλιστα, ότι το τελευταίο επιβαλλόταν να είναι συγκεντρωτικό, για να προστατέψει τον λαό από τις αυθαιρεσίες των ηγετικών ομάδων και να εξασφαλίσει, με την έλλειψη εσωτερικών διαμαχών, τη συνεχή υποστήριξη των δυνάμεων κατά τη μεταβατική περίοδο.

Ωστόσο, παρ’ όλες τις προθέσεις του Καποδίστρια για κάποιες μελλοντικές και υπό όρους συνταγματικές παραχωρήσεις –των οποίων ενδεχομένως δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η ειλικρίνειά τους–, στην Ελλάδα του 1828-1831 η εξουσία συγκεντρώθηκε και ασκήθηκε από έναν. Αυτό συνέβη με όσα θετικά και αρνητικά αυτή η λύση συνεπαγόταν. Στη θέση μιας πολιτικής πολυφωνίας, που οι συνεδριάσεις των επαναστατικών συλλογικών Σωμάτων, των Εθνοσυνελεύσεων και των Βουλών εύλογα μαρτυρούν, επιβλήθηκε η γνώμη του ενός –όσο φωτισμένη και αν ήταν–, για τα μικρά και τα μεγάλα ζητήματα του υπό διαμόρφωση κράτους. Η δημοκρατική αρχή που είχε καθιερωθεί μέσω των Συνταγμάτων σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, παρά το γεγονός ότι λειτούργησε πολλές φορές για την εξυπηρέτηση συμφερόντων και επιδιώξεων προσώπων και ομάδων, είχε παγιωθεί ως μια πραγματικότητα στις συνειδήσεις σχεδόν όλων των ενεργών πολιτών. Η αναστολή λειτουργίας της θα μπορούσε να γίνει –και έγινε– ανεκτή λόγω έκτακτων συνθηκών για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό το διάστημα όμως δεν μπορούσε να παραταθεί έως ότου διαμορφωθούν οι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι, τους οποίους θεωρούσε ο κυβερνήτης απαραίτητους για την εφαρμογή της στην πράξη.

Αποψη του Ναυπλίου. Διακρίνονται οι στρατώνες. Συλλογή Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη.

Επομένως, θα ήταν πολύ περιοριστικό να ανιχνεύσουμε μόνο παραμερισμούς ατόμων και συμφέροντα που θίγονταν στις αντιδράσεις οι οποίες προκλήθηκαν στο συγκεντρωτικό σύστημα που επέβαλε ο Καποδίστριας. Τότε θα παραβλέψουμε μια πραγματική διαφωνία για τη μορφή που έπαιρνε η πολιτική οργάνωση της χώρας, διαφορετική από αυτή που αρκετοί θεωρούσαν ότι ήταν σύμφωνη με τους στόχους της επαναστατικής τους προσπάθειας.

Από την άλλη, αν επικεντρωθούμε μόνο στις πράγματι συντηρητικές πολιτικές επιλογές του, και δεν δούμε το σημαντικό έργο που επιτέλεσε ή προσπάθησε να επιτύχει για την οργάνωση της ελληνικής Πολιτείας, θα δίναμε μερική εικόνα μιας σύνθετης πραγματικότητας. Για πρώτη φορά η εξουσία απέκτησε πραγματικό κύρος, το οποίο ο Καποδίστριας υπερασπίστηκε με αξιοπρέπεια και αποφασιστικότητα ακόμη και απέναντι σε ισχυρές εξωτερικές πιέσεις. Υπερασπίστηκε επίσης –αν και φαινόταν να αντιφάσκει με τη συγκεντρωτική του διακυβέρνηση– τα κυριαρχικά και συνταγματικά δικαιώματα των Ελλήνων όταν οι δυνάμεις επιχείρησαν να επιβάλουν, ερήμην τους, μοναρχικό πολίτευμα. Κάτι που δεν έκαναν οι αντίπαλοί του όταν ήλθαν στην εξουσία το 1832.

Η εικόνα αυτή θα ήταν ακόμη περισσότερο ελλιπής αν δεν δούμε επίσης τα κίνητρα και τις πρακτικές πολλών από αυτούς που δεν συμφώνησαν μαζί του. Εκείνων που τον αντιπολιτεύτηκαν, που ήθελαν πάση θυσία την απομάκρυνσή του και εντέλει κάποιοι τον δολοφόνησαν. Δεν δίστασαν, για να εξασφαλίσουν την απομάκρυνσή του από την εξουσία, να δεχθούν αδιαμαρτύρητα τις όποιες αποφάσεις των δυνάμεων, να βοηθήσουν τη συνεχή αγγλική προσπάθεια για την υπονόμευση του κυβερνήτη, να καταφύγουν σε αστήρικτες κατηγορίες και συκοφαντίες. Προσπάθησαν επίσης να εντάξουν την αντικαποδιστριακή πολεμική τους στην ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Ρωσίας, ιδιαίτερα μετά την Ιουλιανή Επανάσταση και την επέμβαση των Ρώσων κατά της επανάστασης των Πολωνών. Εμπλοκή που κατά τον Καποδίστρια ήταν καταστροφική, αφού θα μετέφερε τις διαμάχες των δυνάμεων στην Ελλάδα.

Η δολοφονία ανακούφισε μεν όσους φοβούνταν μια οιασδήποτε μορφής παράταση της εξουσίας του, αλλά βύθισε τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο και την ανυποληψία, την οποία ενδεχομένως μόνον αυτός είχε ακόμη τη δυνατότητα, προβαίνοντας σε κάποιες υποχωρήσεις, να αποτρέψει.

* Ο κ. Χρήστος Λούκος είναι ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

X