ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Μίκης Θεοδωράκης: Τα μουσικά μονοπάτια και το γεύμα των δέκα λεπτών πίσω στον χρόνο

Οι συνθέσεις του γνώρισαν αλλεπάλληλες διασκευές από ποικίλες ορχήστρες και σολίστ

Kathimerini.gr

Γιώτα Συκκά

Κρητικός από τον πατέρα του, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, με ρίζες από τη Σμύρνη από την πλευρά της μητέρας του, ο Μίκης Θεοδωράκης μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας (Μυτιλήνη, Ιωάννινα, Κεφαλονιά, Πάτρα, Πύργο και Τρίπολη), ακολουθώντας τις μετακινήσεις της οικογένειας. Ελεύθερος ακόμη και σ’ αυτό, άρχισε σπουδές μουσικής στο Ωδείο από μικρός μαθαίνοντας βιολί και στα 15 του κάνοντας μαθήματα πιάνου και θεωρίας στην Τρίπολη. Ηδη γράφει ποίηση, συνθέτει, ενώ στα 17 του δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή». Ανάμεσα σε σπουδές και κυνηγητά (συλλαμβάνεται σε διαδήλωση της 25ης Μαρτίου του 1943 από τους Ιταλούς και βασανίζεται) και στη σύνθεση, φοιτά στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Το 1954 με κρατική υποτροφία φεύγει στο Παρίσι για σπουδές στο Κονσερβατουάρ, ακολουθούν μαθήματα μουσικής ανάλυσης με τον Ολιβιέ Μεσιάν, το 1957 αποσπά το πρώτο του Φεστιβάλ Νέων Συνθετών, συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Λουντμίλα Τσερίνα και την ταινία «Honeymoon» του Μάικ Πάουελ, ενώ καθιερώνεται με το μπαλέτο «Αντιγόνη» στο Κόβεντ Γκάρντεν (με τη Μαργκότ Φοντέιν και τον Νουρέγεφ). Το 1959 βραβεύτηκε με το Copley Music Prize των ΗΠΑ ως καλύτερος Ευρωπαίος συνθέτης της χρονιάς. Ηδη όμως έχει διαβάσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, που τον οδήγησε σε άλλα μονοπάτια. Eκτοτε ασχολήθηκε με όλα τα είδη της μουσικής: συμφωνική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα, χορωδιακή εκκλησιαστική, όπερες, μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο, τραγούδια κ.ά.

Οι συνθέσεις του γνώρισαν αλλεπάλληλες διασκευές από ποικίλες ορχήστρες και σολίστ και τραγουδήθηκαν από τους Μπιτλς έως την Εντίθ Πιάφ. Υπερηφανευόταν που έφερε τους μεγάλους μας ποιητές, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Γκάτσο, τον Χριστοδούλου, τον Κατσαρό, και στις φτωχογειτονιές. Τα τραγούδια του ορθώνουν το ελληνικό ανάστημα περιέχοντας το λαϊκό έρεισμα, τον καημό και το παράπονο, το πάθος, τη διάψευση και την προσδοκία.

Υπερήφανος για τα παιδιά του, Μαργαρίτα και Γιώργο, αλλά και για τα πέντε εγγόνια του, ανάμεσά τους και τη μικρή Μυρτώ, που είναι ηθοποιός. «Ηρθε με τους άλλους ηθοποιούς και έπαιξαν την παράστασή τους εδώ», μου έλεγε με καμάρι πριν από δύο χρόνια. Ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει στο θέατρο να τη δει.

Με τα χρόνια μιλούσε όλο και πιο συχνά για τους γονείς του. Τον Μάιο του 2013, παρακολουθώντας ο ίδιος μια πρόβα της παράστασης του Θέμη Μουμουλίδη «Ποιος τη ζωή μου κυνηγά…» στο Μπάντμιντον, εξομολογήθηκε στην «Κ»: «Εάν γινόταν κάποιο θαύμα και μπορούσα να ζήσω δέκα λεπτά της ώρας στο παρελθόν, θα διάλεγα ένα γεύμα γύρω από το τραπέζι, στον Πύργο το 1939 ή στην Τρίπολη το 1942, με τη μητέρα, τον πατέρα και τον αδελφό μου να τραγουδάμε όλοι μαζί το καινούργιο μου τραγούδι».
Στην ίδια πολύωρη πρόβα που παρακολούθησε με την ακούραστη συνεργάτιδά του Ρένα Παρμενίδου, συγκινημένος που έβλεπε στη σκηνή τη ζωή του, εκείνο το μεσημέρι διόρθωσε ευγενικά τον Αρη Λεμπεσόπουλο: «Αρη, σε παρακαλώ να κάθεσαι πιο ευπρεπώς όταν απευθύνεσαι προς τον Ελύτη. Είχα ένα δέος απέναντί του». Στη σκηνή ο ηθοποιός αναπαριστούσε τη νύχτα στου Λουμίδη, όταν ο Μίκης ανήγγειλε στον ποιητή ότι θα ηχογραφήσει το «Αξιον Εστί» ως συμφωνικό έργο.

Οσα παράπονα και αν εξέφραζε κατά καιρούς, ο Θεοδωράκης παρέμεινε ένας ανυπότακτος της ελληνικής μουσικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Χειμαρρώδης, ενθουσιώδης, πάντα καταγγελτικός, καλλιτέχνης με εντάσεις και αίσθημα, γοητευτικός αφηγητής, με ακατάβλητη νεανική ορμή, μια φυσιογνωμία καταλύτης της ελληνικής κοινωνίας, ήταν πάντοτε παρών στις κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις της χώρας. Είτε συμφωνούσες είτε διαφωνούσες μαζί του, όταν μιλούσε είχε την πειστικότητα ενός εμπνευσμένου ηγέτη και την αιχμή ενός αιρετικού. Στάθηκε δίπλα στον Ελληνα ως δημιουργός, παρηγορητής και εμπνευστής και τον ενθάρρυνε να τραγουδήσει για τη χαρά, τη λύπη, τη διεκδίκηση, την αδικία και τον έρωτα, τις προσδοκίες του.

«Βιώσατε την Ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία 88 χρόνια. Υπάρχει κάτι που χάσατε αυτά τα χρόνια;» τον ρώτησα το 2013. «Eχασα την ευκαιρία να “φύγω” την εποχή που “ο Ηλιος ήταν βέβαιος για τον κόσμο”», απάντησε. Τον θάνατο, άλλωστε, δεν τον φοβήθηκε ποτέ.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση