ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Από την Κρήτη στην Κύπρο απόσταση ένα δοξάρι

Ο Βαγγέλης Γέττος Solo με λαούτο και φωνή κάνει τη δική του αναδρομή σε αγαπημένες του μουσικές κοιτίδες

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Ο μουσικός Βαγγέλης Γέττος έχει αναπτύξει μια πολύ ιδιαίτερη μουσική σχέση με την Κρήτη, αν και δεν είναι ο τόπος καταγωγής του. Γνωρίζοντας τον τόπο καλά, αλλά και τον Βαγγέλη μπορώ να πω ότι αυτό που τους συνδέει είναι το αίσθημα ελευθερίας. Ακόμα πιο ενδιαφέρον βέβαια γίνεται το πράγμα όταν σκεφτείς κανείς ότι η κρητική μουσική ήρθε με τον Βαγγέλη ως επικονιαστή στην Κύπρο, την έτερη Μεγαλόνησο, με τα δικά της αρχέγονα χαρακτηριστικά και φυσικά τις δικές της μουσικές ιδιαιτερότητες. Την Πέμπτη 16 Ιουλίου ο Βαγγέλης Γέττος θα παρουσιαστεί για δεύτερη φορά ενώπιον όσων αγαπούν να περιδιαβαίνουν διαφορετικούς δρόμους και απ’ ό,τι έδειξε η πρώτη βραδιά, αυτοί δεν είναι λίγοι, και όπως μου λέει ο Βαγγέλης: «Την Πέμπτη 16.7 πάμε για το δεύτερο sold out live. Στο πρώτο ήρθαν άνθρωποι από τη Λεμεσό που ούτε με ήξεραν ούτε με είχαν ξανακούσει. Άλλωστε δεν είμαι αυτό που θα λέγαμε ‘’γνωστός’’ μουσικός. Νιώθω ότι η ιστορία του ιού έδωσε μια ώθηση στους ανθρώπους να ψάξουν τις μικρές γωνιές όπου γίνονται όμορφα πράγματα. Είναι ευθύνη όλων των performers να καλλιεργήσουν συνετά αυτή τη νέα ώθηση και να μην την εκμεταλλευτούν με τρόπο επιπόλαιο».

Ο Βαγγέλης Γέττος, λοιπόν, μόνος με το λαούτο και τη φωνή του, πραγματοποιεί μία αναδρομή σε αγαπημένες του μουσικές κοιτίδες: από την Κρήτη ώς την Κύπρο και από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στους Χαΐνηδες, με τραγούδια που τον εισήγαγαν στο σύμπαν του λαούτου, αλλά και με κομμάτια με τα οποία εξέλιξε την τεχνική και το ρεπερτόριό του.

Ποιο είναι, όμως, το σύμπαν του λαούτου του και πώς προέκυψε η ιδέα του να παρουσιαστεί μόνος του, σαν να ανεζητά και να ρέγεται, κατά που λέει και ο στίχος του Γιάννη Πετράκη, στο κομμάτι «Κάβο Σίδερος», όπου άκρα τόπου. Ποιο είναι λοιπόν το σύμπαν του Γέττου, το οποίο θέλει να μας δείξει; «Από τη μία, στίχοι που αποδέχονται τον κύκλο της ζωής, που δεν υμνούν μόνο τη χαρά και το γλέντι, αλλά υπομένουν την απώλεια, τον θάνατο, τον αποχωρισμό, τον ‘μισεμό’ όπως θα λέγαμε στην κρητική διάλεκτο με μια λέξη. Από την άλλη, άλλοτε επικές, άλλοτε λυρικές μελωδίες που υπηρετούνται με την ίδια αποφασιστικότητα από το κρητικό λαούτο, αυτό το πολυδύναμο και μυστηριώδες ως προς την καταγωγή του όργανο». Ήλθε ο καιρός, λοιπόν, για τον Βαγγέλη, όπως μου λέει, να παρουσιάσει τη 10ετή του σχέση με το λαούτο… «που, όπως κάθε ερωτική σχέση, πέρασε διάφορες φάσεις: από βλαστήμιες και κατάρες για ένα κομμάτι που δεν σου ‘κάθεται’ μέχρι τη μαγεία της στιγμής που όχι μόνο θα βγάλεις το κομμάτι αλλά θα βρεις και τον δικό σου μοναδικό τρόπο. Και μετά έρχονται και οι συνθέσεις».

 

Οι δικές μου «ευαγγελικές περικοπές»

Και τι θα μας πεις, Βαγγέλη, σε αυτή τη συναυλία; Η πιο απλή ερώτηση, αλλά σημαντική, αφού το ρεπερτόριο μιας συναυλίας, έστω και μικρής κλίμακας είναι όπως το μενού σε ένα εστιατόριο! «Σε αυτή τη συναυλία περιδιαβαίνω αγαπημένα κομμάτια άλλων μεγάλων δημιουργών, επώνυμων και ανώνυμων, περισσότερο ή λιγότερο γνωστών. Από την Κρήτη στην Κύπρο και από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στους Χαΐνηδες, διάλεξα τις δικές μου ‘ευαγγελικές περικοπές’ που με συνόδευσαν στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Κύπρο».

Ποιο είναι όμως το κοινό που παρακολουθεί τέτοιες εκδηλώσεις; Είναι πολλοί, είναι όμως αρκετοί για να υποστηρίξουν τέτοια πρότζεκτ; Ο Βαγγέλης μού απαντά: «Το project έχω σκοπό να το ταξιδέψω εντός κι εκτός Κύπρου και ήδη έχει δεχθεί τις πρώτες προσκλήσεις. Συνεπώς, νιώθω ότι το αν ένα τέτοιο εγχείρημα έχει κοινό, αυτό είναι ένα πολυπαραγοντικό αποτέλεσμα όπου συγκλίνουν η ποιότητα του ακροάματος, η ειλικρίνεια του performer και η συγκυρία που οι άνθρωποι ανακαλύπτουν και πάλι ή για πρώτη φορά την ουσιαστική ψυχαγωγία. Τελικά το κοινό δεν υπάρχει ως κάτι το αυτοφυές. Το κοινό δημιουργείται».

Είναι με χαρά που άκουσα ότι η Κύπρος είναι πεδίο δόξης λαμπρό για τέτοια εγχειρήματα, ή μάλλον μου το επιβεβαιώνει ένας μουσικός του φάσματος αυτού: «Έχουμε και τους μουσικούς και το κοινό», ωστόσο ο Βαγγέλης σπεύδει να με διορθώσει, «Δεν θα χαρακτήριζα τη σειρά των solo lives μου ως ‘παραδοσιακά’. Μαζί με τα τραγούδια αφηγούμαι τις ιστορίες της γνωριμίας μου με τραγούδια, δασκάλους, συμπαίκτες, ανθρώπους που μας έφερε κοντά η μουσική, γλέντια κ.ά. Είναι μια προσωπική κατάθεση μακριά από στεγανά. Από την άλλη, δεν αρνούμαι ότι η παράδοση είναι για μένα το σταθερό θεμέλιό μου. Άλλωστε, γι’ αυτό σκαρφίστηκε ο άνθρωπος την παράδοση, για να μπορεί να λέει με διαφορετικό τρόπο πράγματα που ουσιαστικά επαναλαμβάνονται από τη στιγμή που είπε τις πρώτες του λέξεις».
Δεν θα μπορούσα να κλείσω την κουβέντα με τον Βαγγέλη, αν δεν έκανα την κλισέ δημοσιογραφική ερώτηση της εποχής: Ποιες ήταν οι δυσκολίες σου στη μετά κορωνοϊό εποχή; Και όπως συχνά συμβαίνει στις μεταξύ μας κουβέντες ο Βαγγέλης μού επισημαίνει: «Αντί για δυσκολίες, θα προτιμούσα τη λέξη ‘προκλήσεις’. Ο ιός μειώνει τις θέσεις αλλά ένα τέτοιο project είναι ιδανικό σε περιορισμένα κοινά των 30-40 ατόμων ώστε τραγούδια και αφηγήσεις να πηγαίνουν κατευθείαν στους παραλήπτες τους. Η επιλογή του να είσαι μόνος σου σε φέρνει σε απευθείας συνδιαλλαγή με τους βαθύτερους φόβους σου. Πρέπει να αποδεχθείς ότι είσαι ένας άνθρωπος που παίζει ένα όργανο από ξύλο και έχει μια φωνή που έχει κάποια όρια. Όταν το αποδεχθείς αυτό, είσαι ικανός για το καλύτερο γιατί παίζεις χωρίς ματαιοδοξία. Κι έτσι, ‘σχεδόν ανεπαισθήτως’ όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός, έρχεται και η βελτίωση».

Μόνος επί σκηνής, ρε Βαγγέλη, θα μας κάνεις όλους μια πατούλια, να αποσπερίσουμε, κατά που λέμε και στην Κρήτη σκέφτηκα, και ο Βαγγέλης με πρόλαβε: «Μόνος επί σκηνής θα πει ότι επέλεξα να μιλήσω στους ακροατές μου όπως μιλά κάποιος σε κάποιον κοντινό του φίλο, σε έναν ‘μπιστικό’ όπως θα έγραφε ο Κορνάρος. Αν δώσεις την ψυχή σου χωρίς προσδοκίες, δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάρεις πίσω. Ο μουσικός εαυτός πρέπει να νιώθει ταυτόχρονα αυτάρκεια και αλληλεξάρτηση. Αν νιώθει μόνο αυτάρκεια, παίζει για να τον θαυμάσουν, γίνεται αλαζονικός. Αν νιώθει μόνο αλληλεξάρτηση, δεν μπορεί να εκφράσει με πίστη αυτά που έχει σχεδιάσει, γίνεται φοβικός. Είναι μία φοβερή υπαρξιακή άσκηση όλο αυτό». Και πιστέψτε με, στην Κύπρο τα θαύματα της παρέας και της μουσικής ακόμα συμβαίνουν.

Πληροφορίες:
Πέμπτη 16 Ιουλίου, ώρα 8:00 μ.μ. Καφενείο 11, γωνία Σούτσου και Πειραιώς (πίσω από το χαμάμ), Παλιά Λευκωσία. Πληροφορίες και κρατήσεις: 97843347

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση