ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο Λούντβιχ πίσω από τον Μπετόβεν

Η καθηγήτρια της Οξφόρδης Λόρα Τένμπριτζ μιλάει στην «Κ» για τα 250 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου συνθέτη

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Από το 1795 έως το 1816 ο πληθωρισμός κάλπαζε τόσο πολύ στη Βιέννη, λόγω των Ναπολεόντειων Πολέμων, που η περιουσία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν συρρικνώθηκε κατά 40 φορές. Σήμερα ο μέσος Ευρωπαίος εμφανίζει υψηλά επίπεδα θυμού και κατάθλιψης για την κρίση του κορωνοϊού, αλλά δεν μπορεί να διανοηθεί πώς ήταν να ζει κανείς τότε. Οι κρίσεις, βεβαίως, συνήθως δεν εμποδίζουν τα αριστουργήματα (αν δεν τα ευνοούν…), και ο Μπετόβεν μέσα σε αυτή την περίοδο δημιούργησε ένα έργο που εμπνέει στην αίσθηση της ακοής (που ο ίδιος άρχισε να χάνει μετά τα 30 του) την έννοια της τελειότητας, ό,τι κι αν αυτό μπορεί να σημαίνει.

Τον Δεκέμβριο του 2020, αυτές τις ημέρες, κορυφώνονται οι εκδηλώσεις για τα 250 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη. Το 2020 είχε ανακηρυχθεί Ετος Μπετόβεν και σίγουρα ένα τέτοιο έτος, με τόσα που έφερε, μπορεί να σταθεί στο ύψος ενός τέτοιου τίτλου. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα γέννησης του συνθέτη, αλλά γνωρίζουμε ότι βαφτίστηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1770 στη Βόννη και οι μελετητές εκτιμούν ότι μάλλον γεννήθηκε την προηγούμενη μέρα.

Ανάμεσα στις πολλές εκδόσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο 2020 για τον Μπετόβεν, ξεχωρίζει το βιβλίο της καθηγήτριας Μουσικής του Κολεγίου St. Catherine της Οξφόρδης, Λόρα Τένμπριτζ, με τίτλο «Beethoven: A Life in Nine Pieces» (Yale University Press). Η συγγραφέας αφηγείται τη ζωή του Μπετόβεν σε 9 κεφάλαια που έχουν στην προμετωπίδα 9 συνθέσεις που χαρακτήρισαν τη διαδρομή του. Είναι μια ωραία εμπειρία να διαβάζει κανείς το κάθε κεφάλαιο ακούγοντας ταυτόχρονα, αντί για το μονότονο δελτίο κρουσμάτων κορωνοϊού του ΕΟΔΥ, την εκάστοτε σύνθεση του Μπετόβεν σε μια από τις κορυφαίες εκτελέσεις που υπάρχουν ελεύθερες πλέον στο YouTube ή στις άλλες συνδρομητικές εφαρμογές στο Ιντερνετ.
Με αφορμή λοιπόν τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Μπετόβεν που συμπληρώνονται αυτό τον Δεκέμβριο, η Λόρα Τένμπριτζ παραχώρησε συνέντευξη στην «Κ» και απάντησε σε ερωτήσεις που προέκυψαν μετά την ανάγνωση του έργου της.

– Οπως έχετε δείξει στο βιβλίο σας «Beethoven: A Life in Nine Pieces», ο Μπετόβεν δεν μπορούσε εύκολα να υποταχθεί στην εξουσία. Πιστεύετε ότι η συγκρουσιακή σχέση με τον πατέρα του έγινε μια αντανάκλαση που διαμόρφωσε σχεδόν όλες τις άλλες σχέσεις στη ζωή του – από τον δάσκαλό του Γιόζεφ Χάιντν έως τους πλούσιους χρηματοδότες και υποστηρικτές του; Επίσης, πιστεύετε ότι αυτό το «πατρικό ζήτημα» επηρέασε το μουσικό ύφος του, που χαρακτηρίζεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ αντίθετων δυνάμεων;

– Δεν είμαι σίγουρη αν πρόκειται για «πατρικό ζήτημα», αλλά προφανώς δεν φοβόταν να αντισταθεί στην εξουσία όταν νόμιζε ότι έπρεπε. Η ετοιμότητα του Μπετόβεν να αμφισβητεί τις συμβουλές των δασκάλων και των πλούσιων υποστηρικτών του έχει τροφοδοτήσει την εικόνα του ως ενός επαναστάτη. Πιθανότατα έχει ένα μουσικό αντίστοιχο στην προθυμία του να προχωρήσει πέρα ​​από τις συμβάσεις και τη δραματική ένταση σε πολλές από τις συνθέσεις του. Ωστόσο, ως επί το πλείστον, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανταγωνιστικών δυνάμεων επιλύεται στο τέλος. Παρομοίως, ενώ ο Μπετόβεν διαφωνούσε συχνά με τους άλλους, συνήθως τα έβρισκε μαζί τους αργότερα. Για παράδειγμα, μπορεί να είχε διαφωνήσει με την κρίση του Χάιντν για το έργο του «Τρίο με πιάνο αριθμός 1», αλλά του αφιέρωσε το δεύτερο έργο του, τις «Δύο σονάτες για πιάνο».

– Αναφέρετε ότι είχε πει πως η μητέρα του ήταν ο καλύτερος φίλος του. Πώς τον επηρέασε η απώλειά της;

– Ο θάνατος της μητέρας του το 1787 διέκοψε πρόωρα την πρώτη επίσκεψη του Μπετόβεν στη Βιέννη και σήμαινε ότι έπρεπε να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη φροντίδα των νεότερων αδελφών του, καθώς ο πατέρας του, απαρηγόρητος και αλκοολικός, ήταν ανίκανος να τους φροντίσει. Ηταν προφανές ότι στον Μπετόβεν έλειπε η μητέρα του. Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά το γεγονός ότι τον θεωρούμε μοναχικό εργένη, είχε στενές φιλίες με γυναίκες, όπως η κόμισσα Ερδούδη και η πιανίστρια Νανέτ Στράιχερ.

– Ποια είναι η επίδραση των Ελευθεροτεκτόνων και των Πεφωτισμένων (Illuminati) στη σκέψη, στη φιλοσοφία και στα ιδανικά του Μπετόβεν για το βαθύτερο νόημα του κόσμου και της τέχνης;

– Μερικοί από τους δασκάλους και τους υποστηρικτές του στη Βόννη και στη Βιέννη ήταν μέλη των Πεφωτισμένων ή των Ελευθεροτεκτόνων, όπως ο Φρίντριχ Σίλερ (του οποίου το «Ode to Joy», η «Ωδή στη χαρά», αποτελεί το χορωδικό φινάλε της Ενάτης Συμφωνίας). Οι άνθρωποι αυτοί υποστήριζαν τα ιδανικά του Διαφωτισμού για την ισότητα των ανθρώπων, που φαίνεται να συμβαδίζουν με μερικές από τις απόψεις του Μπετόβεν. Αν και μάλλον είχε ενστερνιστεί ορισμένες μασονικές αρχές, σε αντίθεση με τον Μότσαρτ και τον Χάιντν, δεν ήταν μέλος κάποιας Στοάς. Ο Μπετόβεν διάβαζε ευρέως και ενδιαφερόταν για φιλοσοφίες και θρησκείες από όλο τον κόσμο και κατά τη διάρκεια των αιώνων. Η τέχνη του και η φιλοσοφία του για τον κόσμο αντανακλούσαν αυτόν τον γνωστικό πλούτο.

– Τι μπορούμε να πούμε για το «Missa Solemnis»; Γιατί φαίνεται ότι είναι έργο πέρα ​​από τα όρια του λόγου; Γιατί δύσκολα μπορεί κανείς να το κλείσει σε λόγια;

– Το «Missa Solemnis» χρησιμοποιεί έναν συμβατικό λειτουργικό λόγο, αλλά το μουσικό πλαίσιο του Μπετόβεν είναι τόσο μεγάλο που το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι κατάλληλο για χρήση ως μια εκκλησιαστική λειτουργία. Ισως λόγω της κλίμακας του έργου και της μουσικής του πολυπλοκότητας και λόγω των ιδιοσυγκρασιακών θρησκευτικών πεποιθήσεων του Μπετόβεν, το «Missa Solemnis» κατά κάποιον τρόπο μοιάζει αφηρημένο. Αυτό, μαζί με τις πνευματικές πτυχές του, μπορεί να είναι εκείνο που το κάνει σαν να βρίσκεται πέρα από τα όρια του λόγου.

– Πιστεύετε ότι ο Μπετόβεν μετέτρεψε την απώλεια της ακοής του σε πλεονέκτημα; Αυτή η απώλεια φαίνεται σαν να τον απελευθέρωσε από την «υλική διάσταση» του ήχου και να του επέτρεψε να προσεγγίσει διαισθητικά τη μουσική σε ένα αφηρημένο επίπεδο – πέρα από τα όργανα που, ως μηχανικά κατασκευάσματα μιας δεδομένης εποχής, παράγουν πρόσκαιρες εκδοχές της αιώνιας συμμετρίας και αρμονίας. Μήπως ως κωφός έγινε πιο κατάλληλος για να «ακούσει» τα καθαρά μαθηματικά που είναι η μουσική και να τα γράψει επάνω στο χαρτί της παρτιτούρας;

– Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τι αντίκτυπο είχε η σταδιακή απώλεια ακοής του Μπετόβεν στη μουσική του φαντασία. Μερικοί από τους συγχρόνους του έλεγαν ότι η μουσική της τελευταίας περιόδου του ήταν για το μάτι και όχι για το αυτί, αλλά ίσως η δοκιμασία της ακοής τον ενθάρρυνε να πειραματιστεί περισσότερο. Σίγουρα ήθελε ακόμα να παίζεται και να ακούγεται η μουσική του και όχι να μένει στα χαρτιά. Οι ιστορίες που υπάρχουν με τον Μπετόβεν να παρευρίσκεται σε πρόβες ανάμεσα στους μουσικούς ενός κουαρτέτου εγχόρδων και, μην μπορώντας να ακούσει, να διορθώνει τις κινήσεις τους, υποδηλώνουν ότι η υλικότητα του ήχου παρέμεινε σημαντική γι’ αυτόν.

– Είχε έντονη ιδιοσυγκρασία, στρεφόταν ενάντια στους κανόνες, ήταν επιρρεπής σε συγκρούσεις, θύμωνε. Αλλά η διαμονή σε 60 σπίτια στη Βιέννη σε μια μάλλον σύντομη ζωή φαίνεται παράξενη. Γιατί βρισκόταν συνεχώς σε κίνηση δεδομένου ότι δεν είχε ποτέ έντονα οικονομικά προβλήματα;

– Εχετε δώσει ήδη την απάντηση. Ηταν επιρρεπής σε συγκρούσεις, κάτι που μαζί με τη διαδικασία της μουσικής δημιουργίας τον έκανε έναν θορυβώδη ενοικιαστή. Μερικές από τις εκκεντρικότητές του –όπως το να ρίχνει νερό επάνω του όταν έκανε μπάνιο (σ.σ.: την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ντους), το οποίο διαπερνούσε το πάτωμα και έφθανε στο διαμέρισμα του κάτω ορόφου–, τον έκαναν έναν μάλλον ανεπιθύμητο γείτονα. Αλλά και πάλι, δεν ήταν ασυνήθιστο για τους ανθρώπους στη Βιέννη να αλλάζουν συχνά διαμερίσματα, ακόμα κι αν ο Μπετόβεν το έκανε αυτό συχνότερα από τους περισσότερους.

– Γιατί ο Μπετόβεν δεν παντρεύτηκε; Επίσης, θα έλεγε κανείς ότι ίσως μόνο μια ανεκπλήρωτη αγάπη μπορεί να δικαιούται ένα χαρακτηρισμό όπως «Αθάνατη αγαπημένη». Υποψιάζεστε ότι υπάρχει ένας ανεκπλήρωτος έρωτας πίσω από την «Αθάνατη αγαπημένη», που ενδεχομένως διαμόρφωσε την προσέγγισή του απέναντι στη ζωή ως ενός διαρκούς αγώνα;

– Ο Μπετόβεν ερωτευόταν συχνά τη μια ή την άλλη γυναίκα και είχε παραδεχθεί κατά καιρούς ότι θα ήθελε να παντρευτεί. Γνωρίζουμε ότι δεν ήταν πάντα ένας εύκολος άνθρωπος για να ταιριάξει κανείς μαζί του και μπορεί επίσης να ήταν απογοητευμένος που οι γυναίκες που ήθελε δεν ήταν διαθέσιμες. Οι μουσικοί αναμειγνύονταν μέσα στην υψηλή κοινωνία ως δάσκαλοι, ερμηνευτές και συνθέτες, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα μπορούσαν να παντρευτούν μέλη της αριστοκρατίας. Μαζί με την κώφωση και άλλες ασθένειές του και τη μάχη για την επιμέλεια του ανιψιού του, Καρλ, οι ερωτικές απογοητεύσεις του Μπετόβεν μπορεί να έκαναν τη ζωή να μοιάζει με αγώνα. Η μετά θάνατον ανακάλυψη της επιστολής προς την άγνωστη «Αθάνατη αγαπημένη» έδειξε ότι η σχέση αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική για αυτόν, αλλά σίγουρα δεν ήταν η μόνη σημαντική σχέση στη ζωή του που δεν προχώρησε.

– Eχετε γράψει ότι η «Grosse Fuge» (Μεγάλη φούγκα) και το «Κουαρτέτο εγχόρδων Νο 13» είναι μια «μουσική για τη μουσική». Τι εννοείτε;

– Ο τρόπος με τον οποίο παίζουν και οι δύο συνθέσεις με τις συμβάσεις αποδεικνύει την κυριαρχία του Μπετόβεν επάνω στη φόρμα και στην προθυμία του να πειραματιστεί με αυτό που ήταν δυνατό να εκφράσει και να εξερευνήσει μέσω της μουσικής.

– Περιγράψατε θαυμάσια, με εξαιρετική απλότητα, το τι είναι μια φούγκα. Είναι το βιβλίο σας μια φούγκα; Είναι η ζωή μια φούγκα; Και ποιο είναι το αγαπημένο σας από τα «9 κομμάτια» που συνθέτουν το βιβλίο σας για τη ζωή του Μπετόβεν;

– Tutto nel mondo è burla –όλα στον κόσμο είναι μια απάτη–, λέει η φούγκα στο τέλος του Φάλσταφ του Βέρντι. Μια φούγκα κρατάει πολλά πράγματα να περιστρέφονται στον αέρα ταυτόχρονα – όπως ένα βιβλίο και, ναι, όπως η ζωή. Μου αρέσουν και τα εννέα κομμάτια που συζητώ στο βιβλίο μου, φυσικά. Προσφέρουν τόσο πολλές διαφορετικές πτυχές της μουσικής του Μπετόβεν – ίσως αυτό που καταγράφει το καλύτερο εύρος είναι η «Χορωδιακή φαντασία για πιάνο», που τον αποκαλύπτει ως πιανίστα, συνθέτη και ιμπρεσάριο.

Η καθηγήτρια Μουσικής του Κολεγίου St. Catherine, Λόρα Τένμπριτζ. Φωτ. RICHARD STRITTMATTER

Το αίνιγμα του Μπετόβεν

Παιδί οικογένειας μουσικών της Βόννης με φλαμανδικές ρίζες (όπως αποκαλύπτει άλλωστε το «βαν» στο επώνυμό του) ο Μπετόβεν συνδύαζε την ανεξαρτησία και την αυτοπεποίθηση με την ευαισθησία και την εσωστρέφεια. Είχε κάκιστη σχέση με τον μουσικό πατέρα του, ο οποίος τον καταπίεζε γιατί ήθελε να τον κάνει τον «νέο Μότσαρτ». Η πατρική πίεση μάλλον απέδωσε, αλλά ο Μπετόβεν δεν παραδέχθηκε ποτέ κάποια θετική επίδραση. Ο Μπετόβεν ο πρεσβύτερος ήταν αλκοολικός και η συμπεριφορά του μπορεί συχνά να υπερέβαινε τα όρια της αυστηρότητας. Αρκετά αυστηρός όμως θα γινόταν και ο Μπετόβεν πολλά χρόνια αργότερα απέναντι στον ανιψιό του Καρλ, για να αριστεύσει στο πιάνο, μόνο που ο Καρλ δεν είχε καμία έφεση στη μουσική και έφτασε να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Μόνο τότε ο θείος του αποφάσισε να μετριάσει την αυστηρότητά του και να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι δεν θα είχε διάδοχο στη μουσική από την οικογένειά του, όπως είχε ο Μπαχ. Αυτά όμως έγιναν πολλά χρόνια μετά.

Όταν ο Μπετόβεν ήταν ο ίδιος παιδί και έφηβος αγαπούσε την μητέρα του και έλεγε ότι ήταν «η μόνη φίλη του», αλλά την έχασε απροσδόκητα όταν ήταν 16 ετών το 1786. Έμαθε το νέο του θανάτου της στο πρώτο ταξίδι του στη Βιέννη όταν μόλις είχε συναντήσει τον Μότσαρτ. Ο Μότσαρτ που δύσκολα εντυπωσιαζόταν από οτιδήποτε, εντυπωσιάστηκε από τη δεξιοτεχνία του Μπετόβεν στο πιάνο και αυτή η συνάντηση ήταν μια ιδανική αρχή για τον νεαρό στη Βιέννη. Όμως, ο Μπετόβεν επέστρεψε στη Βόννη για να φροντίσει τα μικρότερα αδέλφια του.

Το ταλέντο του οδήγησε ευγενείς της Βόννης, με πρώτο τον κόμη Βαλντστάϊν, να υποστηρίξουν οικονομικά την οριστική μετακόμισή του στη Βιέννη λίγα χρόνια μετά, το 1792. Στην Βιέννη έζησε 35 ολόκληρα χρόνια, ως τον θάνατό του το 1827. Ο Μπετόβεν αφιέρωσε στον Βαλντστάϊν μια σονάτα για πιάνο χάρη στην οποία το όνομά του εξακολουθεί να ταξιδεύει στον χρόνο. Η Waldstein Sonata (Piano Snata No. 21) είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Μπετόβεν. Όταν ήθελε να τιμήσει κάποια πρόσωπα τούς αφιέρωνε έργα που προξενούν την ίδια εντύπωση σε αυστριακούς αριστοκράτες του 1820 ή σε γιαπωνέζους φοιτητές του 2020 καθώς σχεδόν πάντοτε συμπυκνώνουν ένα δράμα. Οι συγκρούσεις έχουν τη δική τους «αρχιτεκτονική», μια αρμονία που εντοπίζουμε εξίσου στα φυσικά φαινόμενα, στην ανθρώπινη ιστορία ή στον ατομικό συναισθηματικό κόσμο. Η διαπάλη και η ένταση που εξελίσσονται σε μια νέα τάξη με μια νέα ισορροπία βρίσκεται στην καρδιά των μουσικών έργων του Μπετόβεν. Η σχέση των αντίρροπων δυνάμεων και οι νόμοι που την προσδιορίζουν είναι αυτό στο οποίο απέδιδε έμφαση και προσπαθούσε περισσότερο να αποδώσει με τις συνθέσεις του.

Ο Μπετόβεν μελετούσε πολύ. Όπως καταγράφει η Λόρα Τένμπριτζ στο βιβλίο της, πολλά άτομα του φιλικού κύκλου του ήταν τέκτονες ή μέλη των «Πεφωτισμένων». Ο ίδιος δεν ήταν επίσημα μέλος, ίσως γιατί δεν αποδεχόταν να του επιβάλλουν πειθαρχίες οι άλλοι, αλλά ενδιαφερόταν για την τεκτονική γνώση – από την απόκρυφη ερμητική θεωρία, επαναστατικό έργο ακόμα και σήμερα, αν και αμφισβητούμενο, ως τα έργα του Ευριπίδη και του Σαίξπηρ. Κατέκτησε τη δομή του αριστουργήματος γιατί διέθετε την ευφυία να ενισχύει το έμφυτο ταλέντο του με σκληρή δουλειά και την καλύτερη διδασκαλία. Δάσκαλός του ήταν ο μεγάλος συνθέτης Τζόζεφ Χάϋδν, μορφή της Βιέννης και φίλος του Μότσαρτ. «Ο Μπετόβεν θα γίνει ο μεγαλύτερος συνθέτης της Ευρώπης και θα είμαι περήφανος που θα αναφέρομαι ως ο δάσκαλός του», είχε πει ο Χάϋδν.

Το βιβλίο της Τένμπριτζ αφηγείται τη ζωή του Μπετόβεν σε 9 κεφάλαια που έχουν στην προμετωπίδα 9 συνθέσεις που χαρακτήρισαν τη διαδρομή του.

Ο καφές και ο έρωτας

Όποιος βλέπει τις αυστηρές προτομές και τα πορτραίτα με την κώμη που ανεμίζει στους ανέμους της Ιστορίας και του μεγαλείου μπορεί να υποθέσει ότι ο Μπετόβεν κατοικούσε σε κάποιο Παρνασσό των ιδεών. Τεράστιο λάθος. Ήταν ένας άνθρωπος με πολλές αδυναμίες. Δεν έπινε αλκοόλ, αλλά του άρεσε ο καφές, που ήταν η νέα μόδα της εποχής. Συναντούσε τους φίλους του στις καφετέριες της πόλης και ένα από τα αγαπημένα του στέκια ήταν το Café Frauenhuber. Έφτιαχνε μόνος του καφέ στο σπίτι του και μετρούσε έναν προς έναν τους κόκκους, όχι μόνο για την πυκνότητα του καφέ που ήθελε να πετύχει, αλλά και για λόγους οικονομίας. Ο καφές θα μπορούσε να «κατηγορηθεί» για την νευρικότητα του συνθέτη, αλλά και για τις δραματικές ανατροπές που εμφανίζονται στις συνθέσεις του.

Ο Μπετόβεν δεν ζούσε ασκητική ζωή. Λάτρευε τις γυναίκες και οι – μυθικοί για πολλούς μεταγενέστερους – οίκοι ανοχής της Βιέννης τον είχαν σταθερό πελάτη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ παρότι το ήθελε και παρά τις σχέσεις πάθους με γυναίκες. Οι βιογράφοι του αποδίδουν το γεγονός ότι παρέμεινε εργένης σε πολλούς λόγους. Είχε εριστικό χαρακτήρα και φυσικά ήταν απορροφημένος στην μουσική. Η καλύτερη ερμηνεία είναι όμως ότι ο Μπετόβεν δοκιμάστηκε για πολλά χρόνια από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Μετά τον θάνατό του βρέθηκε ανάμεσα στα γραπτά του μια επιστολή που απευθυνόταν στην «Αθάνατη Αγαπημένη». Η επιστολή αυτή δεν στάλθηκε ποτέ. Δεν είναι μια αφηρημένη, ποιητική επιστολή σε κάποιο πνεύμα ή σε κάποιο ιδανικό. Απευθύνεται σε μια γυναίκα, αλλά επειδή δεν αναφέρεται το όνομα οι συζητήσεις είναι ατελείωτες τα τελευταία σχεδόν 200 χρόνια για το ποια από τις γυναίκες με τις οποίες ο συνθέτης είχε σχέσεις μπορεί να ήταν η «Αθάνατη Αγαπημένη».

Ασφαλές αποτέλεσμα δεν υπάρχει, αλλά πάντως το γεγονός ότι ο Μπετόβεν δεν παντρεύτηκε και ταυτόχρονα έγινε με τα χρόνια ακόμα πιο μοναχικός και απότομος, αλλά και πιο τολμηρός και πειραματικός στη μουσική του το αποδίδουν ως το ψυχολογικό αποτέλεσμα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα ήθη της εποχής. Ο Μπετόβεν απολάμβανε τον σεβασμό των ευγενών και είχε σχέσεις με γυναίκες των αριστοκρατικών οικογενειών. Ωστόσο, ένας γάμος ανάμεσα σε μια γυναίκα ευγενούς καταγωγής και έναν μη αριστοκράτη ήταν κάτι απαγορευμένο, ακόμα κι αυτός ήταν μια τόσο σπουδαία προσωπικότητα. Προφανώς ο Μπετόβεν εγκλωβίστηκε σε μια σύμβαση που δεν μπόρεσε να σπάσει. Μπορούμε να φανταστούμε μια σχέση που μπορούσε να υπάρχει, αλλά όχι να επισημοποιηθεί. Ίσως γι’ αυτό μεγαλώνοντας η συμπεριφορά του έγινε ακόμα πιο ασυμβίβαστη παράλληλα με την αποφασιστικότητά του να σπάσει τις συμβάσεις της τέχνης του.

«Δεν είμαι υπηρέτης σου»

Οι προσωπογραφίες δείχνουν ότι στα νιάτα του ήταν ωραίος, αλλά όταν άρχισε να χάνει την ακοή του, αδιαφόρησε για την εμφάνισή του. Μανιώδης περιπατητής, συχνά τον περνούσαν για περιφερόμενο ζητιάνο, ενώ αυτός απλώς περπατούσε με βλέμμα αφηρημένο και συνοφρυωμένο βγάζοντας από τις τσέπες του σκονισμένου παλτού του μολύβια και σημειωματάρια για να σημειώνει τις μουσικές ιδέες που έπεφταν σαν βροχή μέσα στο κεφάλι του. Είχε μια έντονη αίσθηση αξιοπρέπειας. Τιμούσε τους άλλους, αλλά ήταν έτοιμος να συγκρουστεί με όλους, αν πίστευε ότι δεν τον σέβονταν αρκετά. Άλλαξε πάνω από 60 σπίτια στη Βιέννη μέσα σε 35 χρόνια γιατί οι γείτονες δεν άντεχαν τις μουσικές εξάρσεις από τις πρόβες του στο πιάνο, αλλά και τους καβγάδες με τους υπηρέτες του.

Ένας αριστοκράτης που τον στήριξε οικονομικά στα πρώτα του βήματα και για αρκετά χρόνια, ο πρίγκηπας Λιτσόνφσκι, μια μέρα επέμενε λίγο παραπάνω από όσο έπρεπε. Είπε στον Μπετόβεν ότι όφειλε να παίξει πιάνο για κάποιους Γάλλους καλεσμένους του. Ο Μπετόβεν αρνήθηκε και του είπε αυστηρά: «Αυτό που είσαι το οφείλεις στην τύχη, στο γεγονός ότι γεννήθηκες πρίγκιπας. Πρίγκιπες υπάρχουν πολλοί και θα υπάρξουν πολλοί περισσότεροι. Μπετόβεν όμως είναι μόνο ένας». Για αιώνες οι καλλιτέχνες στηρίζονταν στους αριστοκράτες που ήταν χρηματοδότες των τεχνών. Ο Μπετόβεν δεν αποτέλεσε εξαίρεση και δεν ήταν μονίμως αναιδής και προκλητικός. Ήξερε να κάνει τους ελιγμούς του και να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του. Όμως, ήταν ο πρώτος συνθέτης που δεν έγινε υπηρέτης, δεν προσλήφθηκε σε κάποια αυλή και ήταν υπερήφανος γι’ αυτό. «Δεν είμαι υπηρέτης σου» είναι η φράση που άκουσαν πολλοί από έναν Μπετόβεν. Κανένας δεν θέλησε να τον εκδικηθεί για το θράσος του γιατί όλοι υποκλίνονταν στο μέγεθος του ταλέντου του. Και ο ίδιος όμως, μετά από τις συγκρούσεις, ήξερε να κάνει κινήσεις συμφιλίωσης.

Έγραφε μουσική και πουλούσε κάποια δικαιώματα στους αριστοκράτες που αγόραζαν τις παρτιτούρες για να παίζεται από μουσικούς στα σαλόνια τους – παρτιτούρες με την αφιέρωση του συνθέτη που σήμερα βρίσκονται σε μουσεία – αλλά ταυτόχρονα διατηρούσε δικαιώματα στην ίδια μουσική για να οργανώνει τα δικά του κοντσέρτα σε αίθουσες της Βιέννης από τα οποία κέρδιζε χρήματα. Κέρδιζε χρήματα και από τις παρτιτούρες κάνοντας σκληρές διαπραγματεύσεις με τους εκδότες για την προκαταβολή και το ποσοστό του. Ας θυμηθούμε ότι δεν υπήρχαν ακόμα τότε μέσα αναπαραγωγής ήχου. Οι παρτιτούρες παρέμεναν το μοναδικό μέσο αναπαραγωγής και στη Βιέννη ή στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις του 19ου αιώνα, πέρα από τους αριστοκράτες που αγόραζαν παρτιτούρες για να παίζει τη μουσική η προσωπική τους ορχήστρα, υπήρχαν και άλλοι που ήθελαν να αποκτήσουν την μουσική για τη βιβλιοθήκη τους και τη διδασκαλία στο πιάνο ή στο βιολί. Μέσα από εκτενείς περιγραφές των μουσικών εξελίξεων της εποχής, η Τένμπριτζ δείχνει ότι ο Μπετόβεν ήταν ο πρώτος μουσικός που επέβαλλε να μπορεί να κερδίζει ποσοστά από τις παρτιτούρες του αποκτώντας έτσι εισόδημα με το οποίο στήριζε μέλη της οικογένειάς του, τον ανιψιό του Καρλ, που είχε μείνει ορφανός από πατέρα, αλλά και το δικό του απαιτητικό τρόπο ζωής. Δεν ήταν δηλαδή μόνο μια ιδιοφυία αφοσιωμένη στη μουσική, αλλά και ένας σκληρός διαπραγματευτής που ήξερε την αξία του χρήματος.

Ο Μπετόβεν γνώριζε και την αξία του marketing. To 1804 έγραψε τη σονάτα για βιολί και πιάνο Νο.9 που την αφιέρωσε στον Ρούντολφ Κρόϊτσερ που ήταν ο κορυφαίος βιολιστής της εποχής εγκατεστημένος στο Παρίσι. Το κίνητρο για την αφιέρωση ήταν να εκτελεστεί το έργο στο Παρίσι και σταδιακά ο Μπετόβεν να αυξήσει το κοινό του. Ο Κρόϊτσερ αποδέχθηκε την αφιέρωση, αλλά δεν του άρεσε η σονάτα και δεν την εκτέλεσε ποτέ. Δυο αιώνες μετά ο μόνος λόγος που πολλοί γνωρίζουν τον Κρόϊτσερ είναι αυτή η σονάτα που ο ίδιος ποτέ δεν εκτέλεσε. Σας συστήνουμε να ακούσετε την εκτέλεση του David Oistrakh με τον Lev Oborin στο πιάνο διότι οι σολίστες της σοβιετικής εποχής παραμένουν στην κορυφή της τέχνης τους. Ένα άλλο έργο του Μπετόβεν που πρέπει να ακούσετε είναι το Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα. Από τις νεότερες ερμηνείες ξεχωρίζει εκείνη με τον Λεωνίδα Καβάκο που κυκλοφόρησε το 2019.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο παράδειγμα του Κρόϊτσερ που δείχνει ότι ο Μπετόβεν δεν άρεσε σε όλους, ούτε σήμερα αρέσει σε όλους. Από την άλλη πλευρά σφράγιζε με μια οριστικότητα ό,τι άγγιζε. Παρέσυρε μαζί του σε ένα ταξίδι στο χρόνο πολλά από τα ονόματα της εποχής του που θα είχαν εξαφανιστεί από τη μνήμη αν δεν είχε τύχει να περπατήσουν δίπλα του. Αυτό μπορεί να είναι και μια προειδοποίηση προς τους σημερινούς ισχυρούς. Η ύλη είναι ψευδαίσθηση. Η εξουσία χάνεται στον αέρα. Κανείς δεν θυμάται τον πλούτο και το πνεύμα αν δεν συνδεθεί με την τέχνη και το πνεύμα. Ακόμα και ο Ωνάσης και ο Νιάρχος θα είχαν ήδη ξεχαστεί αν δεν είχαν μετενσαρκωθεί σε Κέντρα Πολιτισμού.

Ο 20άρης Μπετόβεν είχε ενθουσιαστεί από τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης που ταίριαζαν με τον υγιή ατομικισμό του και την αγάπη του για την ελευθερία και την αυτονομία. Για ένα διάστημα είχε εντυπωσιαστεί από τον Ναπολέοντα, αλλά αργότερα, όταν ο Γάλλος στρατηγός έστεψε τον εαυτό του Αυτοκράτορα, ο Μπετόβεν απογοητεύτηκε. Έγραψε μάλιστα ένα έργο για τη νίκη του Γουέλινγκτον στο Βατερλό τo 1815, το «Wellington’s Victory», ένα ηρωϊκό έργο που σήμερα παίζεται ελάχιστα γιατί ο συνθέτης του, παρά το ενδιαφέρον του για τις γεωπολιτικές αναταραχές, είχε ήδη αρχίσει να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις συνθέσεις που «αρέσουν» στο ευρύ κοινό της εποχής του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στην τελευταία 15ετία της ζωής του έγραψε έργα που ξένισαν πολλούς, αλλά θεωρείται ότι θα μείνουν για πάντα αξεπέραστα. Έργα που δεν αποδίδουν την εποχή, αλλά βρίσκονται πάνω από κάθε εποχή, όπως η σονάτα Hammerklavier, η Ενάτη Συμφωνία, η “Grosse Fugu”, τα τελευταία έργα για κουαρτέτο εγχόρδων, η Ενάτη Συμφωνία και φυσικά το Missa Solemnis.

Απέναντι στην Ιστορία

Το Missa Solemnis, – που έχουν εκτελέσει οι σπουδαιότεροι διευθυντές ορχήστρας, αλλά αξίζει να ακούσετε στην εκτέλεση του Rafael Kubelic, ελεύθερη στο YouTube – ο Μπετόβεν το έγραφε για την χειροτονία του Αρχιδούκα Ροδόλφου της Αυστρίας και Ουγγαρίας στη θέση του Αρχιεπισκόπου του Όλμουτζ to 1819, αλλά δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει. Το ολοκλήρωσε τρία χρόνια μετά. Το έργο δεν εκτελέστηκε στη Βιέννη όσο ζούσε ο συνθέτης. Εκτελέστηκε πρώτη φορά στην Αγία Πετρούπολη, όπου υπήρχε πυρήνας οπαδών του. Μετά την πρεμιέρα τού έστειλαν γράμμα λέγοντας ότι είναι ένα έργο που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε χαρακτηρισμούς. Ο Ροδόλφος ήταν χρηματοδότης του Μπετόβεν, υποστηρικτής, αλλά και μαθητής του. Ο Μπετόβεν βέβαια συχνά ακύρωνε μαθήματα προφασιζόμενος ασθένειες και όταν ο Ροδόλφος αντέδρασε τού απάντησε με τη γνωστή φράση: «Δεν είμαι υπηρέτης σου». Ο Ροδόλφος πάντως τον θαύμαζε και του μιλούσε πάντα με σεβασμό. «Μου φέρεται ως φίλος και όχι ως υπηρέτης», έχει γράψει ο Μπετόβεν. Γι’ αυτό τού αφιέρωσε τα καλύτερα έργα του. Έργα που περιέχουν κάτι τη μνήμη του μέλλοντος.

Κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η ημερομηνία γεννήσεως του Μπετόβεν. Το σίγουρο είναι ότι βαφτίστηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1770. Οι μελετητές πιθανολογούν ότι μάλλον γεννήθηκε την προηγούμενη ημέρα. Πάντως η 17η Δεκεμβρίου αναφέρεται ως ημερομηνία βάφτισης και γέννησης ταυτόχρονα. Το 2020 ανακηρύχθηκε «Έτος Μπετόβεν», αλλά δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί σχεδόν καμία από τις μεγάλες συναυλίες που ήταν προγραμματισμένες στη Βιέννη, στο Βερολίνο και σε μουσικές αίθουσες σε όλο τον κόσμο. Μάλλον αυτό δεν θα ενοχλούσε τον Μπετόβεν, αλλά αντίθετα ίσως τον ενθουσίαζε που τα 250 χρόνια συνέπεσαν με ένα έτος με τόση ιστορικότητα. Από την άλλη πλευρά ήταν ένας μουσικός που στηριζόταν οικονομικά στις ζωντανές εκτελέσεις του έργου του. Αν ζούσε σήμερα θα είχε τα ίδια μεγάλα οικονομικά προβλήματα με όλους τους καλλιτέχνες των μουσικών σκηνών και του θεάτρου. Θα ήταν έξαλλος και θα κατήγγειλε τις κυβερνήσεις που επιτρέπουν τόσες εξαιρέσεις, αλλά θυσιάζουν και αγνοούν τους καλλιτέχνες, σαν να είναι η τέχνη μια πολυτέλεια και όχι ζωτική προϋπόθεση για τη σκέψη.

Μέσα στην κρίση και στην καραντίνα, στις ανατροπές και στην αβεβαιότητα που απλώνεται παντού, πολλοί βρήκαν στη μουσική του Μπετόβεν τη θεραπευτική υπενθύμιση ότι υπάρχουν αξίες και δομές που δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές των καιρών, όσο βίαιες κι αν είναι αυτές. Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν δημιουργήθηκε μεταξύ 1822 και 1824 και εκτελέστηκε για πρώτη φορά στις 7 Μαίου 1824 στο Theater am Kärntnertor της Βιέννης. Το έργο αυτό έχει «επιβαρυνθεί» με πολιτικές και ιστορικές αναφορές. Η διάσημη «Ωδή στη Χαρά» με στίχους από το ομώνυμο ποίημα του Σίλερ από το τελευταίο μέρος της Συμφωνίας είναι σήμερα ο ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ενάτη εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και στα γενέθλια του Χίτλερ το 1942. Οποιοδήποτε άλλο έργο θα είχε πληγεί ανεπανόρθωτα αν είχε υποστεί ανάλογη μεταχείριση. Όμως η Ενάτη παραμένει ανέγγιχτη όποιος κι αν την υιοθετεί. Τι μπορεί να είναι ένα έργο που υπερβαίνει τα πρόσωπα και τις εποχές, όπως τα έργα του Σαίξπηρ ή οι αρχαίες τραγωδίες; Μέσα στις απαντήσεις που μπορεί να διατυπωθούν, από όποιον τις αναζητήσει μπορεί να υπάρχουν οφέλη χρήσιμα για τον καθένα. Αυτό είναι το «δώρο» του Μπετόβεν για τα «σημαδιακά» 250 χρόνια από τη γέννησή του.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση