ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

«Παιδί» του Μίκη, από τη «Γειτονιά των Αγγέλων» βρήκε τον «Δρόμο» του

Ο Γ. Πουλόπουλος ήταν τραγουδιστής των μπουάτ, δεν μπορούσε να δεχτεί τις αλλαγές·στη διασκέδαση

Kathimerini.gr

ΤΗΣ ΓΙΩΤΑΣ ΣΥΚΚΑ

Ηταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν συνάντησα τον Γιάννη Πουλόπουλο στην κατάφυτη αυλή του στο σπίτι του στην Εκάλη. Λιγομίλητος στον καταπράσινο κήπο του, μάλλον απρόθυμος για συνεντεύξεις, σοβαρός, δέχτηκε να μιλήσουμε «για το καλό της δουλειάς», όπως λένε σε τέτοιες περιπτώσεις οι καλλιτέχνες. Νέα και άπειρη, προσπαθούσα να αποσπάσω κουβέντες του, αλλά δεν του περίσσευαν τα λόγια. Επιπλέον, η όψη του ήταν αγέλαστη. Ωσπου έπεσε το βλέμμα στο μικρό μυτερό εργαλείο που ήταν πάνω στο τραπέζι της αυλής. Από εκείνα που μας μάθαιναν στο σχολείο την τέχνη της χαλκογραφίας, στο μάθημα των Καλλιτεχνικών.

Αυτό ήταν το κλειδί. Αρχισε να μου μιλάει με πάθος για τη χαλκογραφία, να εξηγεί λεπτομέρειες για την τέχνη, με πήγε στο σαλόνι του σπιτιού δείχνοντας με υπερηφάνεια τα έργα του, που δεν ήταν μόνο στον χαλκό. Ζωγράφιζε επίσης. Είχε ήδη γράψει και δυο ποιητικές συλλογές.

Η δεύτερη εικόνα είναι από κάποιο κέντρο της παραλιακής, την ίδια δεκαετία. Ο Δημήτρης Μητροπάνος τραγουδάει τις επιτυχίες του Μουσαφίρη και του Παπαβασιλείου, αλλά ένα κορίτσι ζητάει επίμονα τη «Λυπημένη» από τα «Πικρασάββατα» του Μίκη Θεοδωράκη και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Είναι ξημερώματα, το μαγαζί γεμάτο από το ξέδομα της σοσιαλιστικής ελπίδας, τα μπουκάλια ανοίγουν το ένα μετά το άλλο στα τραπέζια, αλλά λίγοι αντιλαμβάνονταν το δόσιμο στην ερμηνεία του καλλιτέχνη. Μόνο κάποιος από τα πρώτα τραπέζια χειροκροτεί επίμονα. Ο Γιάννης Πουλόπουλος. Επειτα ανέβηκε και μαζί, ντουέτο, τραγούδησαν για τους εαυτούς τους ώς το πρωί κι ας είχαν φύγει οι τελευταίοι πελάτες. Μόνο οι σερβιτόροι μοιράζονταν με συνωμοτικά βλέμματα τη βραδιά. Αυτοί ξέρουν πως καίγονται από το πάθος της ερμηνείας, τα λαρύγγια.

Ο Γιάννης Πουλόπουλος ήταν κλειστός χαρακτήρας. Ενας τραγουδιστής μετρημένος, κάπως απόμακρος, με ωραία, χαρακτηριστική, γεμάτη αίσθημα φωνή, που προσπαθούσε από μικρός –όταν άκουγε παθιασμένα ραδιόφωνο– να μπει στο τραγούδι. Εργάτης τότε στις οικοδομές, έτρεχε στις εταιρείες μήπως και τον ακούσουν. «Με πέταξαν έξω» θυμόταν, μαζί και τα μεροκάματα που έχασε στην οικοδομή, όσο πεισματικά επέμενε να γίνει δεκτός στις ακροάσεις της Columbia. Και τα κατάφερε.

Ο δρόμος του άνοιξε όταν τραγούδησε μπροστά στην επιτροπή ακροάσεων της Columbia ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Ο συνθέτης που ήταν ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, τον αγκάλιασε φωνάζοντας με ενθουσιασμό «αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή». Του έδωσε χώρο στη «Γειτονιά των Αγγέλων» το 1963, μια επιτυχημένη παράσταση στην οποία ο Γ. Πουλόπουλος είπε τρία τραγούδια. Οσα χρόνια όμως κι αν πέρασαν θυμόταν ότι στην πορεία, η εταιρεία τα ηχογράφησε και με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και εντέλει προτίμησαν εκείνον. Ελεγε ακόμη ότι «εγώ ήταν να πω το “Αξιον εστί”» και ότι ο Μπιθικώτσης έθεσε βέτο για εκείνον στην εταιρεία. Αλλά ο χρόνος ξεθωριάζει τέτοιες αναμνήσεις.

«Παιδί» του Θεοδωράκη, ξεχώρισε με το νέο κύμα, όταν συναντήθηκε μουσικά τα επόμενα χρόνια με τους πρωτοεμφανιζόμενους τότε Μάνο Λοΐζο και Σταύρο Κουγιουμτζή, σε τραγούδια όπως το «Ακορντεόν» και το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου». Επίσης με τους Γιάννη Γλέζο, Γιάννη Σπανό, Νίκο Μαμαγκάκη. Ομως η καριέρα του εκτινάχθηκε με τον Μίμη Πλέσσα και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και βέβαια με τον Γιάννη Δαλιανίδη και τη Φίνος Φιλμ. Το ελληνικό σινεμά είχε βρει τον τραγουδιστή του.

Το 1966 άνοιξε η «πόρτα» του ελληνικού κινηματογράφου. Είτε τραγουδά στο πάλκο, σοβαρός «Το δάκρυ μας σταλιά σταλιά» στην ταινία του Σταύρου Τσιώλη «Ο μικρός δραπέτης» με τον Αγγελο Αντωνόπουλο, είτε το «Τρεχαντήρι θ’ αρματώσω» στην «Παριζιάνα» του Γιάννη Δαλιανίδη, ήταν ένα πρόσωπο που είχε ανάγκη η εποχή. Ευγενικό, συνεσταλμένο, το δικό τους καλό παιδί. Εκείνος στρίμωχνε στο 24ωρο κινηματογραφικά πλατό, τα στούντιο ηχογράφησης και το βράδυ τα κέντρα.

Ολοι συμφωνούν ότι «Ο Δρόμος» των Πλέσσα - Παπαδόπουλου είναι ο εμπορικότερος δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας. Η ηχογράφηση έγινε από τον Στέλιο Γιαννακόπουλο και οι τραγουδιστές (μαζί ήταν η Ρένα Κουμιώτη και η Πόπη Αστεριάδη) «είπαν μια και έξω τα τραγούδια». Ετσι, όπως λέει συχνά ο συνθέτης: «“Ο δρόμος” έγινε λεωφόρος και τελικά εθνική οδός».

Ο Γ. Πουλόπουλος ήταν τραγουδιστής των μπουάτ. Δεν μπορούσε να δεχτεί τις αλλαγές· στη διασκέδαση τα επόμενα χρόνια. Δεν άντεχε τους μεγάλους χώρους και την ξέχειλη συμπεριφορά του κοινού. Τα έλεγε ήδη από τη δεκαετία του ’80. Δεν του άρεσε η πίστα. «Δεν γίνεται μπουάτ με χίλια άτομα και πόσα μικρόφωνα», είχε πει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη το 1990. Εξίσου αυστηρός ήταν και για τα τραγούδια εκείνης της εποχής. «Οι συνθέτες έχουν στερέψει», δήλωνε και έμοιαζε αμήχανος στην ελεύθερη τηλεόραση και στον τρόπο που το ελληνικό τραγούδι φλέρταρε ασύστολα μαζί της. Οταν ρωτήθηκε από τον δημοσιογράφο αν σκοπεύει να κάνει κάποια στροφή στην καριέρα του, ο Γ. Πουλόπουλος ήταν κατηγορηματικός: «Δεν υπάρχει περίπτωση. Αν θα κάνω στροφή, θα πρέπει να τραγουδήσω σόουλ…».

Πέντε χρόνια αργότερα, στο «Ενώπιος Ενωπίω» αναπολούσε το κοινό των μπουάτ. Ποια είναι η σχέση σας με το χρήμα, τον ρώτησε ο Ν. Χατζηνικολάου, κι αν ήταν «σφιχτός», όπως έλεγαν στον χώρο. «Είμαι σφιχτός για τους λεσχιάρχηδες», απάντησε ο τραγουδιστής, εννοώντας ότι δεν είχε το πάθος του τζόγου, όπως άλλοι συνάδελφοί του. Ηταν νοικοκύρης και οικογενειάρχης, έλεγαν οι φίλοι του στον χώρο.

Το 1999 μόνος του έδωσε τέλος στην καριέρα του. Τότε κυκλοφόρησε ο δίσκος του «Στα όνειρά μου περπατώ». Παλιοί συνάδελφοί του υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε να συνεχίσει. Προτίμησε να αφοσιωθεί στη σύζυγό του Μπέττυ, μαζί από το 1985, και στην κόρη τους Αντα (Αλεξάνδρα). Επιπλέον, η χαλκογραφία και η ζωγραφική τον ξεκούραζαν. Είχε δουλέψει σκληρά από 11 ετών στην οικοδομή.

Τα τελευταία χρόνια τον είχε καταβάλει και το θέμα της όρασης, παρότι είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για να αντιμετωπίσει το γλαύκωμα.

«Ησουν ο πιο ακέραιος άνθρωπος που γνώρισα μέσα σ’ αυτόν τον χώρο», έγραψε στην προσωπική της σελίδα η Ρένα Κουμιώτη και ο τραγουδιστής Νίκος Ξανθόπουλος, ποστάροντας μία φωτογραφία από τα παλιά, έγραψε: «Η παρέα λιγοστεύει, ένας ένας χάνεται. Τυχερός είναι, αδέρφια, όποιος δεν αισθάνεται. Από τα καλά παιδιά ο Γιάννης».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση