ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Τόλης Βοσκόπουλος, ο «άρχοντας» του τραγουδιού

Ανθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του μιλούν για τον μεγάλο ερμηνευτή και τον ευαίσθητο άνδρα που έφυγε χθες από τη ζωή

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΖΩΗ

Λέγεται ότι ο Ακης Πάνου είχε δηλώσει κάποτε για τον Τόλη Βοσκόπουλο πως ακόμα και αν πουλούσε μανταλάκια στην Ομόνοια, θα το έκανε με τρόπο καλλιτεχνικό. Σύμφωνα με μια άλλη ιστορία, από την περίοδο που ο Τόλης Βοσκόπουλος εμφανιζόταν με τον Στράτο Διονυσίου στη Θεσσαλονίκη, οι δυο τους αποφάσισαν ένα απόγευμα να παίξουν μπιλιάρδο: τόσες χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν έξω από το μαγαζί, ώστε χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας. Υπάρχει μια τρίτη αφήγηση, που διασώζει ένα ακόμα χαρακτηριστικό του ανδρός: «Είχε μια ανεπιτήδευτη μεγαλοπρέπεια», γράφει ο Μάκης Μάτσας στο βιβλίο του «Πίσω από τη μαρκίζα» (εκδ. Διόπτρα), «έναν αέρα σχεδόν πριγκιπικό, σαν να είχε ανατραφεί από γονείς μεγάλης αρχοντικής οικογένειας, παρότι ο πατέρας του ασχολούνταν με το χονδρεμπόριο φρούτων».

Ηταν άραγε η καλλιτεχνική φύση, η ανεπιτήδευτη μεγαλοπρέπεια και τελικά η μεγάλη δημοφιλία τρεις από τις βασικές πτυχές της ζωής του Τόλη Βοσκόπουλου, ο οποίος πέθανε χθες σε ηλικία 81 ετών από ανακοπή καρδιάς ενώ νοσηλευόταν με αναπνευστικά προβλήματα; Ενα μέρος της απάντησης θα μπορούσε να αναζητηθεί στα πρώτα χρόνια του βίου του. Γεννημένος στην Κοκκινιά του Πειραιά από Μικρασιάτες γονείς, τον φρουτέμπορο Χαράλαμπο Βοσκόπουλο και τη νοικοκυρά Αικατερίνη Σαράφογλου, ο Απόστολος Βοσκόπουλος ήταν το δωδέκατο παιδί μιας οικογένειας με έντεκα κορίτσια. Σύμφωνα με μια διήγηση του ίδιου, η χαρά του πατέρα του όταν γεννήθηκε ήταν τόση, ώστε στην επιγραφή του μαγαζιού, πλάι στο πατρικό όνομα, πρόσθεσε τις λέξεις «και υιός».

Στην πίστα με τον Στράτο Διονυσίου. Με τη Ζωή Λάσκαρη σε σκηνή από την ταινία «Μαριχουάνα στοπ!» (1971).

Από θεατρίνος, σταρ

Ο νεαρός Αποστόλης βοηθούσε τον πατέρα του, ένιωθε όμως πως δεν του ταίριαζε η δουλειά. Τα μπουλούκια που έρχονταν στην Κοκκινιά τού είχαν τραβήξει την προσοχή. «Γύρω στα 15 δεν άντεξα και του το είπα», έλεγε δεκαετίες αργότερα σε συνέντευξή του. «Περίμενα πως θα με σφάξει. Θεατρίνος ο γιος του λαχαναγορίτη; Και τότε μου λέει: “Πάμε”. Και χωρίς να ξέρω για πού τραβάμε, με πηγαίνει στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη, που είχε και θεατρικό τμήμα. Τότε είναι που πρωτοβγαίνω από την Κοκκινιά και βλέπω την Αθήνα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Στην επιστροφή, μου λέει: “Για να μην παραπονεθείς καμιά φορά ότι ήθελες να γίνεις αυτό και εγώ σε εμπόδισα”».

Οσα ακολουθούν είναι λίγο έως πολύ γνωστά και οι παλαιότεροι ίσως τα θυμούνται ως στιγμιότυπα μιας καριέρας όχι απλώς λαμπερής και πολυτάραχης αφ’ εαυτής, αλλά και ικανής να μαγεύει και να συγκινεί τα πλήθη, σχεδόν ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης, φύλου, οικονομικής επιφάνειας. Ο Τόλης Βοσκόπουλος πρωτοεμφανίζεται στο θέατρο το 1958 και στον κινηματογράφο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με συμμετοχές σε ταινίες όπως το «Κάτι να καίει». Χαλάει τον κόσμο με την «Αγωνία» του Γιώργου Ζαμπέτα το 1968, που σημειώνει το αδιανόητο νούμερο των 300.000 πωλήσεων.

Σε στιγμιότυπο από την ταινία «Μαριχουάνα στοπ!» (1971), μία από τις δύο που γύρισε στη Φίνος Φιλμ.

Με την ήπια, ένρινη φωνή του ερμηνεύει κομμάτια των Μίμη Πλέσσα, Ακη Πάνου, Μάριου Τόκα, Θανάση Πολυκανδριώτη, Γιώργου Κατσαρού κ.ά., που τραγουδιούνται από το κοινό ακόμα και με μια αγάπη μιμητική του στυλ του, όπως συνέβαινε και συμβαίνει με τα «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», «Μα εγώ αγαπώ μία», «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», «Ανεπανάληπτος», «Πριν χαθεί το όνειρό μας» και τόσα ακόμα. Συνθέτει δικά του τραγούδια, όπως το «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά», χάνει λίγη από την επιρροή του λόγω της μεταπολιτευτικής ανόδου του πολιτικού τραγουδιού, επανέρχεται ως «πρίγκιπας» τη δεκαετία του ’80, ανεβαίνει στις πίστες των ’90s και ’00s, φθάνει να έχει δύο fan club στα κοινωνικά δίκτυα.

Παράλληλα, οι σχέσεις του με τη Δούκισσα και κυρίως με τη Ζωή Λάσκαρη (για την οποία λέγεται πως έγραψε το «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά») τροφοδοτούν τα έντυπα και το κοινό τους με τη λάμψη αλλά και με τις διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν την πορεία των μεγάλων αστέρων. Παντρεύεται τη Στέλλα Στρατηγού, έπειτα τη Μαρινέλλα, κατόπιν την Τζούλια Παπαδημητρίου (με την οποία χωρίζουν θεαματικά), την Αντζελα Γκερέκου. Εχει προβλήματα με την εφορία, προβλήματα υγείας, προβλήματα οικογενειακά, περιπέτειες που από πολλούς θεωρούνται συγχωρητέα ολισθήματα ενός σταρ.

«Ποτέ δεν “ψωνίστηκε”»

Ισως, όμως, ο Τόλης Βοσκόπουλος να σκιαγραφείται καλύτερα από τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του. Λέει για αυτόν η Ελένη Ανουσάκη, με την οποία είχε συμπρωταγωνιστήσει, μεταξύ άλλων, στην ταινία «Μαριχουάνα στοπ!»: «Από τότε που τον γνώρισα, ξετυλίχθηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος εξαίσιος. Οι κοινωνίες συχνά τέτοιους ανθρώπους τους εκμεταλλεύονται. Εκείνος ήταν πολύ ευαίσθητος, τον διέκρινε η ευγένεια και το καλό γούστο. Ποτέ δεν “ψωνίστηκε” και επειδή είχε μια διάθεση να δίνει, πληγώθηκε πολλές φορές. Τον αγαπήσαμε ως συνάδελφοι, τον θαυμάσαμε για το ήθος του, τη λεβεντιά και τη συνέπειά του, το χαμόγελό του, για τις καλές συνεργασίες μαζί του. Πορεύθηκε γεμάτος ευαισθησίες. Δεν ξέρω όμως αν πρέπει να είναι κανείς τόσο ευαίσθητος».

Αριστερά, πίσω από τη Ρένα Βλαχοπούλου, στο μιούζικαλ «Κάτι να καίει» (1963). Δεξιά, με την Αντζελα Γκερέκου και τον Μάκη Μάτσα.

Από την πλευρά του, ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Μανώλης Καραντίνης, που συνεργαζόταν με τον Τόλη Βοσκόπουλο από το 1998 και έπειτα, δίνει έμφαση στη μεταξύ τους σχέση: «Ηταν ο άνθρωπος που, όταν τον είδα πρώτη φορά στην τηλεόραση, έγινε η αφορμή για να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο. Οταν γνωριστήκαμε, αποκτήσαμε σχέση πατέρα – γιου. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς εμένα και εγώ βρισκόμουν πάντοτε στο πλευρό του. Καλλιτεχνικά μιλώντας, μπορούσε να στέκεται όρθιος στο πατάρι, να μην κάνει τίποτα και ο κόσμος παραληρούσε. Είχε φως, ήταν ένας άρχοντας. Δεν βαφτίστηκε μόνος του έτσι. Αυτή ήταν η λέξη που του ταίριαζε».

Δηλαδή, τι διέθετε που άλλοι στερούνταν; Ο Χρήστος Νικολόπουλος αποκρίνεται: «Με το είδος των τραγουδιών που είπε, έδωσε μια άλλη νότα στη δική μας εποχή, όταν το τραγούδι ήταν πιο “βαρύ”. Τίποτα δεν είχαν οι άλλοι σε σχέση με αυτό που είχε εκείνος. Ηταν ξεχωριστός και στο θέμα της φωνής. Δεν “πάτησε” σε άλλους τραγουδιστές, αντιθέτως, άλλοι προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Μπορεί η φωνή του να μην ήταν βροντερή όπως κάποιων τραγουδιστών της εποχής, ήταν όμως ένας τρυφερός τραγουδιστής, με σωστή άρθρωση, χωρίς φάλτσα, με ένα συναίσθημα που τόνιζε αναλόγως τον στίχο και μια εκφραστικότητα που δεν την είχε κανείς».

Η κηδεία του θα γίνει αύριο το μεσημέρι στο Α΄ Νεκροταφείο, με δημοτική δαπάνη. Τη λύπη τους για την απώλειά του έχουν εκφράσει αναρίθμητοι εκπρόσωποι του πολιτικού και καλλιτεχνικού χώρου. Ανάμεσα στους δεύτερους και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, στιχουργός των τραγουδιών «Το φεγγάρι πάνωθέ μου» και «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», που
μιλάει στην «Κ».

Ο Τόλης Βοσκόπουλος στη σκηνή του Baraonda, από τον κύκλο των εμφανίσεών του το 2014.

«Απολύτως ερωτικός»

«Τον αγαπούσα τον Βοσκόπουλο», λέει. «Ηταν ένας άνθρωπος γεμάτος πάθος. Χωρίς να είναι σπουδαίος τραγουδιστής, κατάφερνε να δαμάζει ιδίως το πλήθος που τον παρακολουθούσε για αυτό το είδος τραγουδιού, το οποίο ήταν συναισθηματικό και απολύτως ερωτικό. Δεν είχε τις δυνατότητες του Νταλάρα, του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη. Είχε περισσότερο συναισθηματική φωνή και τον ενδιέφερε να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα. Κατάφερε να έχει μεγάλη επιτυχία και υψηλό μεροκάματο. Ηταν πολύ καλό παιδί, συναισθηματικό, ερωτικό – απόδειξη ότι ωραίες γυναίκες τον ερωτεύθηκαν πολύ βαθιά. Με δυο λόγια, δεν ήταν μεγάλος τραγουδιστής, ήταν όμως μεγάλος σταρ, και αυτό το κέρδισε μόνος του».

Μια εποχή

Ελεγε ο Ζαμπέτας: «Ο Τόλης είναι γεννημένος θεατρίνος. Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη. Γιατί η πίστα, όταν ανεβαίνεις, σου λέει: “Φάε με γιατί θα σε φάω”. Να ξηγιόμαστε. Μεγάλος εργάτης ο Βοσκόπουλος, ο μεγαλύτερος». Ακόμα και αν κάποιος δεν αγαπούσε τη φωνή του ή τα τραγούδια του, δεν μπορούσε να μην του αναγνωρίσει αυτό το χάρισμα. Ηταν ο άνθρωπος που ζούσε για το κοινό του, ήθελε να ευχαριστήσει ακόμα και τον τελευταίο θαμώνα, αυτόν που είχε πληρώσει ένα ποτό στο πίσω μέρος του μπαρ. Η πρώτη και η τελευταία φορά που τον είδα από κοντά ήταν μεσούσης της οικονομικής κρίσης, στο Baraonda της οδού Τσόχα, το 2014. Το μαγαζί ήταν κατάμεστο, στα τραπέζια όλες οι γενιές. Ενας δίμετρος νεαρός είχε σηκωθεί στην πίστα να χορέψει ζεϊμπέκικο και φεύγοντας έσκυψε και φίλησε το χέρι του, σαν να ήταν μια ιερή μορφή. Πολλοί τον αντιμετώπιζαν έτσι. Δεν είναι μόνο το δέος γι’ αυτόν που κρατά το μικρόφωνο, αλλά κάτι πιο σημαντικό. Να τι: στο πρόσωπο του Τόλη έβλεπαν μια ολόκληρη εποχή που δεν υπήρχε πια. Ερωτες, πάθη, άνδρες που τα δίνουν όλα στις γυναίκες, φεγγάρια, βόλτες, ελευθερία. Και εκείνος με τη σειρά του γνώριζε πως ακόμα και αν η φωνή του δεν είχε την ίδια δύναμη, η παρουσία του και μόνο έφτανε για το ταξίδι στο παρελθόν. Οσοι θρηνούν τον Τόλη θρηνούν ένα κομμάτι από τα νιάτα και την ξεγνοιασιά τους, τη βεβαιότητα πως ό,τι και να γίνει, μπορεί να πάει κανείς στα μπουζούκια να ξεσκάσει. Και να ονειρευτεί.
Μ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση