ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο βιβλιοπώλης περνάει ένα συνεχές πανεπιστήμιο

Ο Κυριάκος Π. Κυριάκου ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης τους, με αφορμή μια φωτογραφία του βιβλιοπωλείου του

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Θυμάμαι παλιότερα όταν πέφταμε και χτυπούσαμε και αρχίζαμε τα κλάματα μάς έλεγαν οι γιαγιάδες μας «όχι, όχι άλλο», με μια ζεστή φωνή που πολλές φορές λειτουργούσε. Έβλεπες το τραύμα και άκουγες ταυτόχρονα τη φράση «όχι, όχι άλλο» και έμοιαζε να εξαφανίζεται ο πόνος. Παρακολουθώντας, λοιπόν, την ειδησεογραφία σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στην Αμμόχωστο σκέφτηκα πώς άραγε να νιώθουν οι άνθρωποι που έφυγαν με τον χειρότερο από την πόλη που γεννήθηκαν, που δημιούργησαν ή που έτυχε να μένουν σε ένα νοικιασμένο διαμέρισμα; Να μπορούν να μπαίνουν στην Αμμόχωστο οι Τ/κ και Τούρκοι δημοσιογράφοι και να απαγορεύεται για τους νόμιμους κατοίκους της;

Μέσα στον καταιγισμό των εξελίξεων, λοιπόν, και στην απληστία του ματιού να δει όσες περισσότερες γωνιές της πόλης, έπεσα επάνω στη φωτογραφία από το βιβλιοπωλείο Παύλος Κυριάκου, ένα από τα πολλά βιβλιοπωλεία της Αμμοχώστου. Επιδίωξα να μιλήσω με τον κ. Κυριάκου και με τη διαμεσολάβηση της κόρης του, της σκηνοθέτριας Μαρίας Κυριάκου, ήρθα σε επαφή μαζί του. Ένας εύθυμος άνθρωπος, ο οποίος με πολλή προθυμία μου μίλησε για την Αμμόχωστο της καρδιάς του, για το βιβλιοπωλείο και για την αξία που έχει το βιβλίο.

Αμέσως τον ρώτησα ποια ήταν η πρώτη του εντύπωση, βλέποντας το κατάστημά του από μία φωτογραφία, μετά από 45 χρόνια; «Επειδή είμαι ρεαλιστής και είναι χρόνια που έχω εμπεδώσει στη συνείδησή μου μια κουβέντα που μου είπε κάποτε ένας Άγγλος από τις Βάσεις, ‘Κυριάκο, μην περιμένετε να πάτε γρήγορα στα σπίτια σας’ αυτό εγώ το δούλεψα στο μυαλό μου και αμέσως ξεκίνησα να ενεργοποιούμαι επαγγελματικά» και συνέχισε: «Φυσικά και συγκινήθηκα, αλλά αμέσως έκλεισα αυτό το κεφάλαιο, φυσικά δεν μπόρεσα να αποδιώξω τη σκέψη ότι δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τα ξαναδούμε όλα αυτά». Ο κ. Κυριάκου συγκινείται, δεν απελπίζεται και μου λέει: «Δεν έχω ξεγράψει τίποτε, πάντοτε προσδοκώ. Όμως πρέπει να σκεφτόμαστε πάντα και τα πράγματα από τη χειρότερή τους πλευρά. Τα 45 χρόνια είναι τόσα πολλά… ίσως είναι η ηλικία μου, δεν ξέρω, θα προλάβω να ξαναδώ όλα αυτά που έφτιαξα με τον κόπο μου, μαζί με τα αδέλφια μου, τον πατέρα μου. Το πρώτο κατάστημα που άνοιξε ο πατέρας τού κ. Κυριάκου ήταν ένα μικρό βιβλιοπωλείο, το 1947, είναι μια γλυκόπικρη ανάμνηση γι’ αυτόν: «εκεί στα χέρια της μητέρας μου μ’ έβγαλαν φωτογραφία με τα ράφια γεμάτα βιβλία να φαίνονται από πίσω, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχασα το 1974. Μα αυτή τη φωτογραφία ήθελα να δείχνω ότι γεννήθηκα βιβλιοπώλης». Αμέσως μετά την τραυματική εμπειρία του ξεριζωμού εκείνο που ήθελε ο κ. Κυριάκου είναι να αντλήσει δύναμη, να συνεχίσει να παλεύει. «Βιβλιοπώλης και πάλι;», τον ρώτησα; «Στην αρχή πήγα με τη σύζυγό μου για τρία χρόνια στην Αθήνα όπου εργαστήκαμε στον Ελευθερουδάκη. Εκεί έκανα το μάστερ μου στη βιβλιοπωλική! Και επιστρέψαμε αργότερα στην Κύπρο όπου το 1978 δραστηριοποιήθηκα επαγγελματικά ως βιβλιοπώλης και έκτοτε κάνω αυτή τη δουλειά».

Τι ήταν όμως το Βιβλιοπωλείο Παύλος Κυριάκου, θέλω να μάθω, μιας και η περίφημη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμμοχώστου ίσως να προμηθευόταν και από εκεί βιβλία: «Είχαμε ένα καταπληκτικό κατάστημα στην Αμμόχωστο, στη λεωφόρο Δημοκρατίας 39. Για την εποχή ήταν ένα σούπερ βιβλιοπωλείο, το οποίο ήταν και ξενόγλωσσο. Τον Αύγουστο του 1974 φύγαμε με το κατάστημα και την αποθήκη του γεμάτα εμπορεύματα. Αυτό της φωτογραφίας ήταν το τέταρτο κατάστημα του πατέρα μου». Ο κ. Κυριάκος μού είπε ότι ο Στέφανος Ζυμπουλάκης ήταν πελάτης του βιβλιοπωλείου, αλλά και άλλοι πολλοί, όπως ο Λουίζου, ο Μήτσος Μαραγκός ιδιοκτήτης της ιδιωτικής βιβλιοθήκης Μαραγκού στην Αμμόχωστο, «Εντολή του Μήτσου Μαραγκού ήταν να παραγγέλνουμε δύο αντίτυπα από κάθε βιβλίο που αφορούσε την Κύπρο, τα οποία αγόραζε για τη Βιβλιοθήκη του. Θυμάμαι τον Πολ Γεωργίου στον περίπατό του, όταν περνούσε μπροστά από το κατάστημα, με το μπαστούνι του και το καπέλο του, να χαιρετάει τον πατέρα μου ‘Γεια σου Παύλο, τι κάνεις Παύλο;’ και ποιον δεν θυμάμαι, τον Λουίζου, που του πήγαινα στο σπίτι του τις εφημερίδες. Το περιγράφει η Νίκη Μαραγκού στο βιβλίο της «Είναι ο πάνθηρας ζωντανός;». Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που ο κ. Κυριάκος θυμάται. Πολλοί οι Αμμοχωστιανοί που πήγαιναν για τις αγορές τους, αλλά όχι μόνο. Ο κ. Κυριάκος μου λέει ότι λόγω της καλοκαιρινής περιόδου είχαν παραγγείλει ακριβές εκδόσεις, που τότε τις έδιναν στα μεγάλα ξενοδοχεία, μιας και οι τουρίστες ζητούσαν βιβλία, καλές εκδόσεις, όπως το «Archaeologia mundi» του Καραγιώργη, «Οι εικόνες της Κύπρου» του Παπαγεωργίου και άλλα πολλά. «Ο κόσμος τότε διάβαζε, όλοι, ντόπιοι και τουρίστες».

Ο κ. Κυριάκος έχει πολλά να θυμηθεί από την αγαπημένη του πόλη, από το κατάστημα, όπου έμαθε τη βιβλιοπωλική τέχνη, λέγοντάς μου, «όλα αυτά είναι πικρές θύμησες, αλλά πάντα υπάρχει η πραγματικότητα. Δεν μπορείς να ζήσεις για πάντα με τις μνήμες και προπάντων με τις κακές. Ευτυχία σημαίνει καλή υγεία και κακή μνήμη, όπως είπε και ο Άλμπερτ Σβάιτσερ.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

X