ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ο νέος ήχος είναι που ακόμα αγνοείται

Ο Δημήτρης Φανής διοργανώνει τις συναυλίες «Όλοι οι Ρεμπέτες του Ντουνιά» και προσφέρει νότες και πολλή ανθρωπιά

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Ο Δημήτρης Φανής διοργανώνει μια διαφορετική συναυλία με τίτλο «Όλοι οι Ρεμπέτες του Ντουνιά», μα για να τους συναντήσει συμπράττει μουσικά με τη Λαϊκή Τετρακτύ, τον Δημήτρη Μεσημέρη, τους Μικρούς Ρεμπέτες, τον Χορευτικό Όμιλο «Ρύμβος», τον Κυριάκο Χατζηστυλλή, ο οποίος θα εμφανιστεί σε έναν ιδιαίτερο ρόλο.

Για τον Δημήτρη η μουσική είναι απαραίτητο συστατικό της καθημερινότητάς του και έτσι κάθε φορά που προετοιμάζει κάτι, που «μαγειρεύει» κάτι τα υλικά του είναι πάντα καλά διαλεγμένα, με αγάπη και αυτή πάντα κάνει θαύματα.

Ο Δημήτρης Φανής δηλώνει με αυτές τις συναυλίες παρών και ως άνθρωπος του πολιτισμού και μέσα από αυτές τις παραστάσεις ενισχύεται το κοινωνικό Παντοπωλείο Λατσιών και το Ίδρυμα ΚΕΠΑ, Άγιος Χριστόφορος

–Δημήτρη, μίλησέ μου για την παράσταση, πώς την έχεις οργανώσει, απ’ ό,τι καταλαβαίνω δεν θα είναι μια συνηθισμένη συναυλία.

–Σωστά! Είναι μια μουσική παράσταση, στην οποία θα ακουστούν τα ρεμπέτικα τραγούδια της περιόδου 1922-1950, μέσα όμως από την προσωπική ιστορία ενός μάγκα της εποχής, του Πανάγου, τον οποίο θα υποδυθεί ο Κυριάκος Χατζηστυλλής. Η ιστορία αυτή, είναι μια επινόηση του υποφαινόμενου, που βοηθά να μεταφερθούμε έστω και νοερά και να κατανοήσουμε τα σημαντικά γεγονότα της ομολογουμένως ιδιαίτερης εκείνης εποχής. Όπως για παράδειγμα, την περίοδο της απαγόρευσης των τραγουδιών αυτών από το καθεστώς Μεταξά, εξαιτίας της θεματολογίας τους, το κυνηγητό από τους «χωροφυλάκους» και τις φυλακίσεις και την περιθωριοποίηση. Τη δύσκολη περίοδο της γερμανικής κατοχής και τον επαναστατικό ρόλο που είχαν διαδραματίσει και βεβαίως τη μετέπειτα καθιέρωση του είδους και την ευρύτερη διάδοσή του σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

–Μία σύμπραξη με πολλούς νέους, νιώθεις ότι έχουν τη δύναμη να εκτελέσουν τέτοια κομμάτια; Αφορά τις νεότερες γενιές αυτό το είδος μουσικής;

–Αναφέρεσαι βέβαια στη λαϊκή τετρακτύς, τον Δημήτρη Μεσημέρη και τους μικρούς ρεμπέτες. Οφείλω να πω ότι αισθάνομαι τυχερός και χαρούμενος, που τα παιδιά αποδέχθηκαν την πρότασή μου να συμπράξουμε επί σκηνής σ’ αυτό το αφιέρωμα. Τους επέλεξα, γιατί εκτιμώ το αδιαμφισβήτητο ταλέντο τους, την πορεία που διαγράφουν, τις επιλογές τους, το ήθος και το ύφος τους. Η λαϊκή τετρακτύς ( Παναγιώτης Ξανθόπουλος, Άννη Παντελή και Ηλίας Ιορδάνου), καθώς και ο Δημήτρης Μεσημέρης έχουν σπουδάσει το αντικείμενο αυτό, συνεπώς το γνωρίζουν και από ακαδημαϊκής άποψης. Οι μικροί ρεμπέτες, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, ακουμπούν με πολύ σεβασμό αυτά τα τραγούδια και αυτό είναι που με συγκίνησε, ακούγοντάς τους την πρώτη φορά. Αυτό βέβαια οφείλεται στον δάσκαλο και καθοδηγητή τους, τον Γιώργο Δημητρίου, που κατάφερε το δικό του πάθος, τη δική του αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι, να τα μεταδώσει σ’ αυτά τα υπέροχα πλάσματα. Απαντώντας λοιπόν στο ερώτημά σου, δηλώνω ευθέως και χωρίς περιστροφές, ότι είναι άξιοι και ικανοί να υπηρετήσουν αυτό το ιδιαίτερο και απαιτητικό είδος τραγουδιού. Αν αφορά τις νέες γενιές; Σαφέστατα ναι! Το ρεμπέτικο μέσα στην ευχάριστη λιτότητά του, κουβαλά ανεκτίμητους θησαυρούς, που αν κανείς τους ανακαλύψει θα τους κουβαλά μαζί του ες αεί ως πολύτιμη προίκα. Ιδιαίτερη μνεία όμως, θέλω να κάνω και στους μουσικούς μου και στον μαέστρο μου Φώτη Μουσουλίδη, γιατί χωρίς αυτούς, καμιά δική μου επιθυμία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Τους ευχαριστώ από καρδιάς!

–Τι νομίζεις ότι κάνει αυτά τα τραγούδια να τα τραγουδούμε ακόμη;

–Υπάρχει μια ωραία φράση, που ακούγεται και στην παράσταση μας, η οποία συνοψίζει στην ουσία τι είναι το ρεμπέτικο, ποιος είναι ο ρεμπέτης και κατ’ επέκταση γιατί ήταν, είναι και θα παραμείνει δημοφιλές αυτό το είδος του τραγουδιού. «... άμα τραγουδάς τον πόνο και τους καημούς του κόσμου, τραγουδάς και τον δικό σου». Πέραν τούτου, θα πρόσθετα το εξής: το ρεμπέτικο αρέσει στον καθένα από εμάς για προσωπικούς λόγους, όμως υπάρχουν δύο που θεωρώ βασικούς. Είναι άμεσο και μας ταξιδεύει πίσω σε μια εποχή που ήταν πολύ δύσκολη, μα συνάμα γοητευτική. Η μελέτη και η επαφή με το είδος αυτό είναι ένα συναρπαστικό μάθημα σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

–Σήμερα, όσον αφορά την ελληνική μουσική, πού νιώθεις ότι περπατάμε;

–Αποτελεί πια γεγονός, ότι το λεγόμενο λαϊκό ποπ τραγούδι, που για τουλάχιστον 15 χρόνια μας απασχολούσε δισκογραφικά ή άλλως πως, έχει παρέλθει. Υπάρχουν ενδείξεις, ότι κάτι πάει να αλλάξει και η ελπίδα αρχίζει να αχνοφέγγει. Υπάρχει βέβαια μια σύγχυση και συγχρόνως μια ανησυχία για την ταυτότητα του νέου ήχου που πρόκειται να γεννηθεί. Ποιο θα είναι για παράδειγμα το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι; Αν δηλαδή θα αποτυπώνει τις αγωνίες του σήμερα και θα έχει απήχηση στο ευρύ κοινό. Αν θα φέρει μέσα του την παράδοση των προηγούμενων δεκαετιών ή αν θα είναι ένας καθαρός ηλεκτρικός ήχος, συντονισμένος με τα σύγχρονα πρότυπα. Δεν είναι σαφές το τοπίο. Προσωπικά θα ήθελα μια πιο ισορροπημένη λύση, έτσι που να συνυπάρχουν αρμονικά, όλα όσα απλόχερα μάς δόθηκαν και αυτά που πολύ προσεκτικά εμείς θα προσθέσουμε. Οψόμεθα.

–Αρκούμαστε σε καλές επανεκτελέσεις, δημιουργείται όμως νέα, καλή μουσική;

–Κάθε νέα γενιά μουσικών μοιραία ζει κάτω από τη σκιά των προηγούμενων. Ιδίως, όταν το καλλιτεχνικό εκτόπισμα αυτών που προηγήθηκαν είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο από αυτό των νέων. Προσωπικά δεν με ενοχλούν οι επανεκτελέσεις, πόσο μάλλον όταν αυτές είναι πετυχημένες. Δεν θα έλεγα ότι όλες έχουν αυτό το χαρακτηριστικό. Κάποιες είναι ατυχείς ή άστοχες. Από την άλλη, όπως προανέφερα, δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει το τοπίο. Καλή μουσική υπάρχει. Ο νέος ήχος είναι που ακόμα αγνοείται. Πάντως, για την ιστορία να πούμε, ότι έμψυχο υλικό υπάρχει. Άξιοι και ταλαντούχοι συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές, μουσικοί. Το ζήτημα είναι να μπορέσουν όλοι αυτοί, να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων ικανή να πάρει το πράγμα ένα σταθερό βήμα παρακάτω.

–Τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο η μουσική μοιάζει να έχει βρει έναν δικό της δρόμο, με Κύπριους καλλιτέχνες να δίνουν ωραία πράγματα, εντός και εκτός νησιού, το συμμερίζεσαι;

–Απόλυτα! Υπάρχει θα λέγαμε, ένας δημιουργικός οργασμός σε πολλά είδη τέχνης και αυτό είναι καλό. Σε αυτό πιστεύω συντείνει το γεγονός, ότι όλο και περισσότεροι νέοι κάνουν σπουδές πάνω στο αντικείμενό τους και έχουν επαφή με το εξωτερικό, όπου κακά τα ψέματα, εκεί βρίσκονται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από εμάς. Η μόρφωση και η γνώση είναι τα βασικά εργαλεία αυτής της αλλαγής και της προόδου που συντελείται. Αυτή, λοιπόν, η επαφή και η τριβή με άτομα και δράσεις του εξωτερικού, αναπόφευκτα επηρεάζει την αισθητική τους και όσοι απ’ αυτούς επιστρέφουν, θέλουν να προσαρμόσουν αυτά που έμαθαν στα δεδομένα του τόπου. Όλα αυτά διυλισμένα μέσα από το προσωπικό φίλτρο του καθενός. Αυτό είναι επιπλέον και ένας ωραίος τρόπος, να εκπαιδεύσεις το κοινό, το οποίο πια, κυρίως λόγω διαδικτύου, είναι και αυτό περισσότερο υποψιασμένο, αλλά και πιο απαιτητικό.

Να προσφέρουμε απλόχερα

–Διοργανώνεις μια συναυλία για κοινωφελή σκοπό, πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο;

–Δεν υπάρχει εύκολο και δύσκολο στο δικό μου το μυαλό. Αυτό που μετρά είναι αν θέλω ή όχι να το κάνω. Το τραγούδι και οι τέχνες γενικότερα είναι η μαγιά του πολιτισμού. Είναι το ισχυρότερο αντίδοτο απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή κρίσης και θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να προσφέρεται απλόχερα και χωρίς αντίτιμο στον κόσμο. Είναι λάθος οι καλλιτέχνες να υποχρεώνονται να ζητιανεύουν χρήματα για να παράγουν πολιτισμό και εν τέλει, να πρέπει να δώσουν αυτά που θα πάρουν σε φιλανθρωπίες. Σ’ αυτό είμαι κάθετος. Από την άλλη, όταν υπάρχει αδυναμία, αδράνεια ή και ανυπαρξία ακόμα επίσημης στήριξης, τότε ναι, ο καλλιτέχνης θα πνίξει τον εγωισμό του, για να ζητήσει χρήματα, κυρίως από φιλότιμους ιδιώτες, τα οποία μετά θα τα προσφέρει με την ψυχή του στον συνάνθρωπό του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

Ο ζωγράφος και συγγραφέας Ανδρέας Καραγιάν μιλάει στην «Κ» με αφορμή την αναδρομική έκθεση για το έργο του στη Λεμεσό
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ