ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Παρουσιάζω μια γενιά εν απογνώσει

Ο Πάρις Ερωτοκρίτου λαμβάνει μέρος στο 9ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους με το 15λεπτο «Scratch»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Στο πλαίσιο του 9ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους που πραγματοποιείται στο Θέατρο Ριάλτο, στη Λεμεσό έως τις 18 Οκτωβρίου στο Εθνικό Διαγωνιστικό Πρόγραμμα (αυτόματα συμπεριλαμβάνονται και στο διεθνές πρόγραμμα) συμμετέχει και ο σκηνοθέτης Πάρις Ερωτοκρίτου με την ταινία του «Scratch» (προβολή Πέμπτη 17/10). Το σενάριο της ταινίας, όπως μου λέει ο Πάρις, ήταν μια ενστικτώδης αντίδραση στα όσα θλιβερά έβλεπε να διαδραματίζονται γύρω του όταν ζούσε στην Ελλάδα το 2011, που λίγο αργότερα θα έφταναν και στην Κύπρο…

–Ποια η αφορμή για αυτή το «Scratch»;
–Έγραψα αυτό το σενάριο γύρω στο 2011, όταν ακόμα ζούσα στην Ελλάδα, η οποία τότε βίωνε έντονα τα αρχικά στάδια της οικονομικής κατάρρευσης, οι επιπτώσεις της οποίας συνεχίζονται δυστυχώς μέχρι σήμερα. Το σενάριο ήταν μια ενστικτώδης αντίδραση στα όσα θλιβερά έβλεπα να διαδραματίζονται γύρω μου –αλλά και στη δική μου ζωή– στον τόπο που ζούσα τότε. Μετά την ολοκλήρωση του σεναρίου επήλθε και στην Κύπρο η οικονομική κατάρρευση με τα γεγονότα του 2013. Ένιωσα ότι δεν υπάρχει διαφυγή, δεν υπάρχει το «εδώ είναι καλύτερα» τουλάχιστον όσο αφορά στον ευρωπαϊκό Νότο, αντιλήφθηκα ότι «you can run, but you can’t hide». Ό,τι έβλεπα στην Ελλάδα το 2011 επαναλαμβάνονταν στην πατρίδα μου το 2013 και οι βίαιες αλλαγές που επέφερε στην ελληνική κοινωνία άρχιζαν να γίνονται αισθητές και στην κυπριακή. Πίστευα ότι μέχρι να γυριστεί η ταινία το θέμα της θα ήταν παρωχημένο, ότι θα αντιπαρερχόμασταν αυτή την κρίση, όχι τόσο σε οικονομικό αλλά κυρίως σε πνευματικό/συλλογικό επίπεδο. Δυστυχώς, όχι μόνο δεν έγινε αυτό αλλά κατά την άποψή μου η κρίση συντηρείται, γιγαντώνεται και μεταλλάσσεται, με τη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού αλλά και τη συσσώρευση πλούτου και εξουσίας από μια πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων, εις βάρος του συνόλου αλλά και του περιβάλλοντος, χωρίς ουσιαστική αντίσταση. Η εν λόγω ταινία περιλαμβάνει μόνο μια ατάκα. Αποτελεί μια σύνθεση εικόνων με μια χαλαρή γραμμική αφήγηση. Θεώρησα ότι μια τόσο σύντομη αλλά ουσιώδης –κατ’ εμέ– και έντονα προσωπική εικονοκλαστική αφήγηση θα αποδιδόταν καλύτερα σε φιλμ παρά σε θεατρική σκηνή. Σε επαγγελματικό επίπεδο η ταινία αυτή υπήρξε ένα υπέροχο δημιουργικό διάλειμμα από την κύρια εργασία μου ως θεατρικού σκηνοθέτης.

–Γιατί Scratch;
–H ταινία πραγματεύεται το στοιχείο της τύχης ή καλύτερα την εναπόθεση της τελευταίας ελπίδας ενός απεγνωσμένου νέου (Προκόπης Αγαθοκλέους) στην τύχη, στη μορφή των ξυστών λαχείων. Πέραν της άμεσης σχέσης του τίτλου με αυτό το είδος των λαχείων, υπάρχει και μια άλλη προέκταση του τίτλου πολύ πιο ουσιαστική. Αν μπεις στον κόπο να ξύσεις την επιφάνεια (κυριολεκτικά ή/και μεταφορικά) θα σου αποκαλυφθεί το χάος που εν τέλει σε περιβάλλει. Κι όμως, όπως και για τον πρωταγωνιστή της ταινίας, ίσως να είναι πολύ αργά. Κι ας νόμιζες ότι θα βγεις αλώβητος, χωρίς ούτε μια γρατζουνιά από την καταστροφή που κυκλώνει τους άλλους. Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί ένας παράλληλος τίτλος, ο οποίος συνοψίζει το ταξίδι του πρωταγωνιστή στην ταινία, παραφράζοντας τους στίχους ενός γνωστού ξένου τραγουδιού της Tina Τurner: What’s luck (αντί love) got to do with it (if you live here).

–Διαβάζοντας την περίληψη της ταινίας, νιώθω ότι παρουσιάζεις μία Κύπρο εν απογνώσει, ισχύει;
–Παρουσιάζω κατά κύριο λόγο μια γενιά εν απογνώσει και δυστυχώς αυτή η γενιά (η ακόμα και γενιές) δεν βρίσκεται μόνο στην Κύπρο. Μια γενιά που δυσκολεύεται να διεκδικήσει, δυσκολεύεται να συσπειρωθεί και να δημιουργήσει κοινότητες, πολλές φορές δυσκολεύεται να αρθρώσει πολιτικό λόγο και να υψώσει ανάστημα. Αυτή η γενιά κατά την άποψή μου έχει προ πολλού περάσει το στάδιο της απόγνωσης, πιο πολύ στο σύνδρομο της παραίτησης τη βρίσκω, του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου. Όσο αφορά στην Κύπρο, η δική μου γενιά βίωσε μια βίαιη και απότομη απομυθοποίηση: το αφήγημα του οικονομικού θαύματος, της ευημερίας, της «σκληρής δουλειάς» κατέρρευσε εν μια νυκτί. Την ίδια στιγμή κατέρρευσαν ή καταρρέουν καθημερινά κι άλλα αφηγήματα και κορώνες με τις οποίες μεγαλώσαμε κι έχουν να κάνουν με το Κυπριακό, ενώ την ίδια στιγμή καταστρέφεται το περιβάλλον στο οποίο ζούμε στο όνομα της «οικονομικής ανάπτυξης». Ζούμε σ’ ένα κράτος μιας κατ’ επίφαση κανονικότητας, όπου δεσπόζει ο ατομικισμός ως στάση ζωής, το προσωπικό συμφέρον πέραν και πάνω από το συλλογικό καλό. Όλοι γνωρίζουμε, ίσως και να εκστομίσαμε, τη γνωστή φράση της κυπριακής διαλέκτου, το δημοφιλές «κρύψε να περάσουμε». Κρυβόμαστε τόσο καλά και για τόσο καιρό που κινδυνεύουμε να χαθούμε, ξεχνώντας από ποιον ή ποιους κρυβόμαστε, κι εν τέλει ούτε «περνούμε» αλλά το κυριότερο ούτε ζούμε. Εγώ επιθυμώ να ζω κι όχι να επιβιώνω. Να δημιουργώ κι όχι να καταστρέφω, να μοιράζομαι κι όχι να συσσωρεύω. Κι όμως το παράδοξο όσο αφορά τη δημιουργία στο εν λόγω έργο, είναι ότι πρέπει να δείξεις την καταστροφή, όπως εγώ τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι: ελλείψει παραδείγματος μίμησης γίνεται επιτακτική η ανάγκη της παρουσίασης μιας φρικτής προειδοποίησης για τα όσα μας περιμένουν.

–Ολόκληρη η κοινωνία δεν έχει ευθύνη για την –ας την πούμε– αδηφαγία της άρχουσας τάξης;
–Δεν είναι τόσο απλό το θέμα που να ξεγράφεται με την απόδοση μεριδίων γενικευμένης ευθύνης μεταξύ δυνάστη και καταδυναστευόμενου. Παρά ταύτα κάθε φορά που ανεχόμαστε μια οποιαδήποτε αδικία μικρή ή μεγάλη, που σιωπούμε μπροστά στη διαφθορά και στο ψέμα, που εκστομίζουμε ή πληκτρολογούμε μεγάλα λόγια τα οποία δεν μετουσιώνονται σε δράση, ενδυναμώνουμε τους δυνάστες μας, και η σιωπή μας εκλαμβάνεται ως αποδοχή των όσων απαράδεκτων τεκταίνονται γύρω μας – χωρίς να το συνειδητοποιούμε γινόμαστε ένα με το τέρας.

–Δεν εξοργιζόμαστε όσο πρέπει ως κοινωνία;
–Αντιθέτως. Πιστεύω ότι είμαστε γεμάτοι οργή, ότι ζούμε τις δικές μας Dies irae, τις δικές μας μέρες οργής. Όμως αυτή η οργή δεν βρίσκει ουσιαστική, δημιουργική διέξοδο, δεν μετουσιώνεται σε κάτι θετικό, δεν γίνεται το καύσιμο για να προωθήσει μικρές και μεγάλες αλλαγές, κι ως εκ τούτου στρέφεται προς τα μέσα, εσωτερικοποιείται και επωάζεται. Και εν τέλει εκκολάπτεται στα γήπεδα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα σχολεία, στις σχέσεις μας, στον δρόμο ενίοτε και σε πάρκινγκ, όπως είδαμε προσφάτως.

 

–Είναι εξ ολοκλήρου δικό σου παιδί μια κινηματογραφική ταινία, και νονός στο θέατρο, ο σκηνοθέτης, αν μου επιτρέπεις τον παραλληλισμό, άρα περισσότερη ελευθερία έκφρασης;
–Η μόνη διαφορά ως προς τα θέματα ‘κηδεμονίας’ που εγείρεις είναι ότι εδώ έχεις να σκηνοθετήσεις κατι που έγραψες εσύ σε αντίθεση με το θέατρο όπου (συνήθως) σκηνοθετείς κάτι που έγραψε κάποιος άλλος. Όμως, όπως και στο θέατρο έτσι κι εδώ, ο σκηνοθέτης και οι δημιουργικοί συντελεστές καλούνται να βρούν την ελευθερία τους μέσα στα προκαθορισμένα πλαίσια μια παραγωγής (συγγραφικά, οικονομικά, τεχνικά, κ.ά.). Το θέμα έγκειται στο να αναγνωρίσεις έγκαιρα αυτά τα πλαίσια, ενίοτε να τα θέσεις κι εσύ ως σκηνοθέτης, και έπειτα να συμπορευτείς με τους συνεργάτες σου ελεύθερα μέσα σε αυτά. Η μόνη διαφορά σε ότι αφορά την παραγωγή μιας ταινίας μικρού μήκους είναι ότι έχεις να κάνεις με πολλά τεχνικά θέματα τα οποία εγώ δεν γνώριζα, όμως όπως και στο θέατρο, δουλεύω με συνεργάτες τους οποίους εμπιστεύομαι, με τους οποίους μπορώ να επικοινωνώ ουσιαστικά αλλα το κυριότερο να μαθαίνω από αυτούς.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση