ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Σχέσεις λογοτεχνίας και μεγάλη οθόνης

O σκηνοθέτης Σωτήρης Γκορίτσας και ο συγγραφέας Χρήστος Κυθρεώτης μιλούν στην «Κ» για το βιβλίο και το σινεμά

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Με αφορμή την πρώτη εκδήλωση του κύκλου «Αποτυπώματα» με τίτλο «ΚινηματοΓράφω Η λογοτεχνία στον κινηματογράφο» από το Βιβλιοτρόπιο που θα γίνει την Τρίτη 7 Μαρτίου στις στο Ξυδάδικο στη Λεμεσό, συνομιλήσαμε με τον Σωτήρη Γκορίτσα, σκηνοθέτη/σεναριογράφο και τον συγγραφέα Χρίστο Κυθρεώτη, οι οποίοι θα συζητήσουν για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Ο Σωτήρης Γκορίτσας πρόσφατα μετέφερε το βραβευμένο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη «Εκεί που ζούμε» στον κινηματογράφο. Τη συζήτηση θα συντονίσει ο Γιώργος Τριλλίδης. Ο Σωτήρης Γκορίτσας λέει πως βιβλίο και ταινία μπορούν να εφάπτονται μόνο σε ένα αρχικό στάδιο, το σημαντικότερο όμως, αυτό του σεναρίου. «Από εκεί και πέρα, η είσοδος στη διαδικασία ηθοποιών, κάμερας, ήχου, μουσικής, μοντάζ και άλλων εργαλείων που δεν υπάρχουν στη λογοτεχνία, οδηγούν αναγκαστικά στην αυτονόμηση της ταινίας». Ο Χρίστος Κυθρεώτης αναφέρει πως Είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν συγγραφέα –ή και οποιονδήποτε άνθρωπο– χωριστά από την κοινωνία μέσα στην οποία βρίσκεται. «Ακόμα κι αν θέλεις να μιλήσεις για κάτι που υπερβαίνει την κοινωνία σου, και πάλι το πιθανότερο είναι ότι θα το κάνεις διά μέσου της».

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΚΟΡΙΤΣΑΣ

Στόχος η ταινία να καταφέρει να διατηρήσει άθικτη την ψυχή του λογοτεχνικού έργου

 

«Όπως κάθε γάμος έτσι και η λογοτεχνία με τον κινηματογράφο έχει τις δυσκολίες του. Αξίζει όμως το ρίσκο. Προσωπικά πάντως πλήττω εξίσου τόσο με τις υποταγμένες στο λόγο όσο και με τις υποταγμένες στην εικόνα ταινίες» λέει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σωτήρης Γκορίτσας.

–Ποιο ήταν το έναυσμα για τη μεταφορά του βιβλίου του Χρίστου Κυθρεώτη «Εκεί που ζούμε» στον κινηματογράφο; Ποιες αρετές του βιβλίου σας ώθησαν να το κάνετε ταινία;

–Το χιούμορ και η έξυπνη ματιά του πάνω στην καθημερινότητα ενός σύγχρονου 35-40άρη. Μιας γενιάς που αν και είναι αυτή που έρχεται στα πράγματα δεν της δίνεται συχνά ο λόγος. Η ανέκαθεν συντηρητική κοινωνία μας οδήγησε τη δική μου γενιά να μην μπορέσει να αρθρώσει εκείνα που ζούσαμε. Ταλαιπωρηθήκαμε από το παρελθόν με «χαμένες πατρίδες», «εμφύλιο», «δικτατορία», «ηρωική αριστερά» κ.λπ. αδιαφορώντας για το δικό μας παρόν που ελάχιστη σχέση είχε με αυτά. Κρίμα δεν είναι να κάνουμε στα παιδιά μας ό,τι πάθαμε από τις γενιές των γονιών μας;

–Μπορεί ένα λογοτεχνικό έργο να «ξαναγραφτεί» μέσα από μία ταινία;

–Το λογοτεχνικό έργο έχει (ή δεν έχει) τη δική του πληρότητα, τα δικά του εργαλεία. Ο κινηματογράφος έχει διαφορετικά. Βιβλίο και ταινία μπορούν να εφάπτονται μόνο σε ένα αρχικό στάδιο, το σημαντικότερο όμως, αυτό του σεναρίου. Από εκεί και πέρα, η είσοδος στη διαδικασία ηθοποιών, κάμερας, ήχου, μουσικής, μοντάζ και άλλων εργαλείων που δεν υπάρχουν στη λογοτεχνία, οδηγούν αναγκαστικά στην αυτονόμηση της ταινίας. Είναι μια νέα δημιουργία που αφετηρία της είναι το βιβλίο. Ο τελικός στόχος όμως παραμένει η ταινία να καταφέρει να διατηρήσει άθικτη την ψυχή του λογοτεχνικού έργου από την οποία όλα ξεκίνησαν.

–Πόσο στενή μπορεί να είναι η σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας;

–Εξαρτάται από το είδος κινηματογράφου. Υπάρχουν είδη ταινιών που αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι την κλασική αφήγηση. Προσπαθούν, άλλοτε επιτυχώς αλλά πιο συχνά όχι, να την ανατρέψουν ή να κινηθούν πιο κοντά σε μια «ποίηση της εικόνας». Είναι οι ταινίες που βλέπουμε συνήθως στα φεστιβάλ. Και υπάρχει και το είδος κινηματογράφου, που αυτό κυρίως ενδιαφέρει εμένα, το οποίο αναζητεί την ποίηση μέσα σε αυτό που ονομάζουμε «κλασική αφήγηση», στην ιστορία με αρχή-μέση-τέλος. Και ας την υποτιμούν συχνά πολλοί. Σας βεβαιώνω ότι τη βρίσκει σε αυτές τις ταινίες που πολλές έχουν βασιστεί στη λογοτεχνία. Το βλέπουμε τελευταία όλο και περισσότερο στο πόσο συμβάλλει η λογοτεχνία στην άνοδο του επιπέδου των τηλεοπτικών σειρών τους στις ξένες πλατφόρμες.

–Βασικό συστατικό της λογοτεχνίας είναι η γλώσσα και του κινηματογράφου η εικόνα. Είναι εύκολο, πιστεύετε, να συνυπάρξουν αρμονικά, όταν μιλάμε για μεταφορά ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη;

–Ναι, με την προϋπόθεση ότι έχουν το θάρρος να παραχωρούν προτεραιότητα η μία στην άλλη. Ή πιο σωστά η μία να διαδέχεται την άλλη συμπληρώνοντάς την. Π.χ. ένας εκκωφαντικός διάλογος βασισμένος στο λογοτεχνικό έργο να συμπληρώνεται από μια εξίσου εκκωφαντική εικόνα σιωπής. Όπως κάθε γάμος έτσι και η λογοτεχνία με τον κινηματογράφο έχει τις δυσκολίες του. Αξίζει όμως το ρίσκο. Προσωπικά πάντως πλήττω εξίσου τόσο με τις υποταγμένες στον λόγο όσο και με τις υποταγμένες στην εικόνα ταινίες.

–Υπάρχουν παγίδες στις οποίες μπορεί να πέσει ο δημιουργός μιας κινηματογραφικής ταινίας, μεταφέροντας ένα λογοτεχνικό έργο;

–Να σεβαστεί υπερβολικά το ίδιο το λογοτεχνικό έργο και όχι την ψυχή του έργου. Στάθηκα τυχερός καθώς ο πρώτος συγγραφέας που ταινία μου βασίστηκε σε βιβλίο του μου είπε «εγώ έχω τελειώσει μαζί του και είμαι απόλυτα ικανοποιημένος. Παρ’ το τώρα εσύ, άλλαξέ του τα φώτα και κάνε το δικό σου». Ήταν αρχές του ’90, ο τίτλος του ήταν «Δέσποινα», συγγραφέας του ήταν ο Διονύσης Χαριτόπουλος, καταξιωμένος τότε συγγραφέας, ενώ εμένα ήταν η πρώτη μου ταινία. Εκ των υστέρων σε αυτό αποδίδω ότι δίστασα να του «αλλάξω τα φώτα».

–Είναι ζητούμενο η πιστότητα του λογοτεχνικού έργου κατά τη μεταφορά του στον κινηματογράφο;

–Αυτό που είναι ζητούμενο είναι να μην αποτελέσει το έργο απλά άλλοθι, το όχημα για να αυτοσχεδιάσει πάνω του κάποιος «δημιουργός με άποψη». Το βλέπουμε συχνά στο δήθεν μοντέρνο θέατρο, όπου συγγραφείς ογκόλιθοι καταντούν πόζα και σαχλαμάρα στα χέρια ανυποψίαστων δημιουργών που έτσι θεωρούν ότι καινοτομούν. Τους οποίους μετά εξυμνούν εξίσου ανυποψίαστοι κριτικοί κοκ.

–Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που πρέπει ένας σκηνοθέτης να υπερπηδήσει μεταφέροντας σε εικόνα ένα λογοτεχνικό έργο;

–Κρίνοντας εξ ιδίων, ο πειρασμός να κρεμάσεις στα κλαδιά τόσο πολλά δικά σου στολίδια που στο τέλος να μη φαίνεται ο κορμός. Και κάποιες φορές ούτε καν ότι πρόκειται για δέντρο. Με άλλα λόγια, να μην παρασυρθείς από τον εγγενή ναρκισσισμό σου.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΘΡΕΩΤΗΣ

Τα κείμενα που μένουν ανολοκλήρωτα συχνά αφήνουν μια πολύ ωφέλιμη μαγιά που αξιοποιώ

«Είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν συγγραφέα χωριστά από την κοινωνία μέσα στην οποία βρίσκεται. Ακόμα κι αν θέλεις να μιλήσεις για κάτι που υπερβαίνει την κοινωνία σου, και πάλι το πιθανότερο είναι ότι θα το κάνεις διά μέσου της» λέει ο συγγραφέας Χρίστος Κυθρεώτης.

–Χρίστο, τι μπορεί να συμβεί σε ένα 24ωρο, που είναι ο χρόνος του βιβλίου σου «Εκεί που ζούμε»;

–Πάρα πολλά. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε στα «συμβάντα» και τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα κ.λπ., τότε η δεξαμενή από την οποία έχει να αντλήσει ένας συγγραφέας μεγαλώνει πολύ. Διατρέχεις τους συνήθεις κινδύνους της φλυαρίας, της απεραντολογίας, της κατάλυσης κάθε συνοχής. Είτε γράφεις για εκατό χρόνια είτε γράφεις για μία μέρα, νομίζω πως το βασικό πρόβλημα παραμένει το ίδιο: όχι πώς θα απλωθείς, αλλά πώς θα περιοριστείς.

Είναι το «Εκεί που ζούμε» μία ανατομία του κόσμου σου;

–Στις προθέσεις μου ήταν περάσει το κλίμα της εποχής (εκείνης της εποχής) στο βιβλίο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που δεν βασίζεται στην πλοκή αλλά στους χαρακτήρες και στο περιβάλλον το οποίο κινούνται, οπότε σίγουρα η καταγραφή αυτού του περιβάλλοντος, με λογοτεχνικούς όρους, ήταν και επιθυμητή και απαραίτητη.

Σκέφτηκες καθόλου τον ήρωα του «Εκεί που ζούμε» σαν ένα μικρό Οδυσσέα;

–Ο Αντώνης Σπετσιώτης περιπλανάται, αλλά δεν τον έλκει ένας τόσο δυνατός προορισμός όσο τον Οδυσσέα, οπότε όχι, δεν θα το έλεγα. Αν μιλάμε για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, σίγουρα δεν είναι συνετό να επιχειρήσει να γράψει κανείς ένα μυθιστόρημα της μιας μέρας, χωρίς να έχει στο μυαλό του τα σπουδαία έργα που καθόρισαν αυτή την παράδοση. Όμως η λογοτεχνική μου συνομιλία νομίζω πως γίνεται περισσότερο με άλλα έργα της συγκεκριμένης παράδοσης.

–Ο ήρωάς σου άλλαξε, όταν έγινε κινηματογραφικός χαρακτήρας;

–Η λογοτεχνική σκιαγράφηση ενός ήρωα, όσο πλήρης και αν είναι, αφήνει ορισμένα πράγματα στη φαντασία του αναγνώστη, κυρίως σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του χαρακτήρα, την εμφάνισή του, τη φωνή κ.λπ. Οπότε ήταν για μένα μια παράξενη εμπειρία να βλέπω τα χαρακτηριστικά αυτά να γίνονται τόσο συγκεκριμένα και «οριστικά» στην κινηματογραφική εκδοχή του Σπετσιώτη. Ωστόσο, στο μυαλό μου οι δύο ήρωες, ο λογοτεχνικός και ο κινηματογραφικός –τον οποίο ενσάρκωσε εξαιρετικά ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος–, δεν ταυτίζονται ακριβώς. Έτσι δεν είναι και εύκολο να τους συγκρίνω.

–Υπάρχει κάτι που σε κάνει να θες να σταματήσεις να γράφεις μια ιστορία; Σκοτώνεις πριν την ώρα του έναν χαρακτήρα;

–Παρατάω διαρκώς πράγματα που γράφω, άρα νομίζω πως η αντίθετη ερώτηση θα είχε περισσότερο νόημα εν προκειμένω, για μένα. Τι είναι αυτό που με κάνει να συνεχίσω να γράφω μια ιστορία ή έναν χαρακτήρα; Ομολογώ πως δεν έχω απάντηση: ίσως είναι η αίσθηση πως μια ιστορία ή ένας χαρακτήρας χρειάζεται πράγματι να ολοκληρωθεί μέσα σε ένα ολοκληρωμένο έργο – πως δεν έχει πει ήδη όσα είχε να πει πολύ πριν τελειώσει το κείμενο. Ωστόσο, τα κείμενα που μένουν ανολοκλήρωτα συχνά αφήνουν μια πολύ ωφέλιμη μαγιά που αξιοποιώ σε επόμενα εγχειρήματα. Υποθέτω λοιπόν πως δεν πάνε εντελώς χαμένα.

–Είναι η κοινωνία της εποχής μας ιδανική πρώτη ύλη για έναν συγγραφέα;

–Μάλλον είναι κάτι ακόμα σημαντικότερο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν συγγραφέα –ή και οποιονδήποτε άνθρωπο– χωριστά από την κοινωνία μέσα στην οποία βρίσκεται. Ακόμα κι αν θέλεις να μιλήσεις για κάτι που υπερβαίνει την κοινωνία σου, και πάλι το πιθανότερο είναι ότι θα το κάνεις διά μέσου της.

–Τελειώνει ποτέ η νεότητα, Χρίστο;

–Βιολογικά, ναι. Κοινωνικά, ναι. Πνευματικά, μπορείς να το καθυστερήσεις όσο μπορείς νομίζω, αν εξακολουθήσουν να σε ενδιαφέρουν τα πράγματα.

–Σε παλαιότερη συνέντευξή μας μου είχε πει «το θέμα είναι τι μαθαίνεις, όχι πόσα μαθαίνεις» και είχες βάλει στο παιχνίδι τη λογοτεχνία. Μαθαίνει τελικά κανείς από τη λογοτεχνία;

–Δύσκολη ερώτηση. Δεν νομίζω ότι σκοπός της λογοτεχνίας είναι να μας μάθει κάτι, αν και συχνά μας βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα κάτι που ξέρουμε ή που νομίζουμε πως ξέρουμε.

–Σε προκαλούν δημιουργικά χαρακτηρισμοί όπως «βασικός εκπρόσωπος της γενιάς του», ή σε αγχώνουν;

–Δεν με αγχώνουν, γιατί δεν τους παίρνω και πολύ στα σοβαρά. Ίσως είναι ένα ωραίο περιτύλιγμα για να μιλήσεις για ένα βιβλίο ή για έναν συγγραφέα, για να τα «πουλήσεις» –και δεν το λέω με την αγοραία έννοια. Κι εγώ έχω μιλήσει κατά καιρούς με αυτούς του όρους. Κι εγώ –όπως και οι περισσότεροι συγγραφείς πιθανόν– μπαίνω συχνά στη διαδικασία να σκεφτώ πως «εκπροσωπώ» κάτι ή κάποιον, όταν γράφω, ωστόσο μια συζήτηση με αυτούς που νομίζεις ότι εκπροσωπείς ίσως και να αρκεί για να σε προσγειώσει. Σίγουρα το βιβλίο δεν είναι μόνο του συγγραφέα και ένας λογοτεχνικός ήρωας δεν αφορά μόνο τον εαυτό του. Από εκεί κι έπειτα όμως, οι ταυτίσεις και οι συνάφειες που προκύπτουν είναι κάτι που δεν μπορείς εύκολα να ελέγξεις, ούτε χρειάζεται.

 

Πληροφορίες

«ΚινηματοΓράφω Η λογοτεχνία στον κινηματογράφο», με τους Σωτήρη Γκορίτσα, σκηνοθέτη, και τον συγγραφέα Χρίστο Κυθρεώτη. Τη συζήτηση συντονίζει ο Γιώργος Τριλλίδης. Τρίτη 7 Μαρτίου, ώρα 7:30 μ.μ. Ξυδάδικο, Λεμεσός.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση