ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Με βασικά συστατικά τη μνήμη και τη φαντασία

Στην «Κ» μιλάνε οι Μαρίνα Κατσαρή, Βαγγέλης Γέττος και Παναγιώτης Λάρκου, συντελεστές της παράσταση «1η φορά χιόνι»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Το έχω γράψει και άλλοτε, όταν οι παρέες αποφασίζουν να δουλέψουν πάνω σε μια οποιαδήποτε ιδέα ό,τι και να γίνει το αποτέλεσμα είναι ένα, η ευτυχία της συνεργασίας. Αυτή τη φορά, όπως γράφουν και στο δελτίο Τύπου τους ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Λάρκου τζιαι ο Βαγγέλης Γέττος έξυσαν τα μολύβκια τους τζαι έγραψαν μιαν ιστορία αληθινή, την παράσταση «1η φορά χιόνι», που είναι βασισμένη στον πρωτότυπο μονόλογο του Βαγγέλη Γέττου. Επί σκηνής θα είναι η αφηγήτρια Μαρίνα Κατσαρή, η οποία θα αφηγηθεί με τον δικό της τρόπο και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Λάρκου μια ιστορία που ξεκινάει το 1957 σε ένα χωριό της Μόρφου και τελειώνει το 1989 σε ένα αεροδρόμιο του Ομάν. Ουσιαστικά είναι η ιστορία μιας γυναίκας που είδε για πρώτη φορά στη ζωή της χιόνι. Στην «Κ» μίλησαν οι τρεις συντελεστές της παράστασης, η Μαρίνα Κατσαρή, ο Βαγγέλης Γέττος και ο Παναγιώτης Λάρκου, με τον καθένα τους να βάζει το λιθαράκι του στην ιστορία και στο τέλος το πραγματικό να συνυφαίνεται με το φανταστικό και η δουλειά να είναι αποτέλεσμα μνήμης, ενσυναίσθησης και φαντασίας.

Μαρίνα Κατσαρή

–Κατ’ αρχάς, Μαρίνα, να πούμε περί τίνος πρόκειται;

–Μιλάμε για την ιστορία ενός κοριτσιού που γίνεται γυναίκα και συνεχίζει να προσπαθεί κόντρα σε συντριπτικά γεγονότα. Η ιστορία ξεκινά το 1957 στο Αργάκι της Μόρφου, γλυτώνει από τον πόλεμο, πάει στην Αθήνα με ένα από τα πλοία που μετέφεραν τα τότε ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, επιστρέφει και τελειώνει το 1989 σε ένα αεροδρόμιο του Ομάν. Είναι η ιστορία της μητέρα μου, της Μαρίας, όπως καταγράφηκε μετά από μία 10ωρη συνέντευξη, όπως μεταπλάστηκε σε έναν πρωτότυπο μονόλογο από τον Βαγγέλη Γέττο, όπως διασκευάστηκε και σκηνοθετήθηκε από τον Παναγιώτη Λάρκου και όπως θα ερμηνευθεί από εμένα επί σκηνής. Μία ιστορία που, περνώντας μέσα από το κόσκινο της φαντασίας τριών ανθρώπων, γίνεται ακόμα πιο αληθινή μέχρι να φτάσει στον θεατή, αποδιδόμενη στη φυσική της γλώσσα, την κυπριακή διάλεκτο.

–Πώς μπλέκεται η αφήγηση της πραγματικότητας με τα φανταστικά στοιχεία;

–Αρμονικά και φυσικά. Σκέψου η ιστορία μιας γυναίκας σαν τη Μαρία από το Αργάκι να έφτανε στα αφτιά σου μέσα από τρεις αλλεπάλληλες αφηγήσεις. Δεν μπορεί, ο καθένας θα τόνιζε διαφορετικά τα σημεία που τον κέντρισαν περισσότερο. Αυτό προσθέτει η φαντασία: τονισμούς. Π.χ. τον διάλογο του πατέρα μου με τον παππού μου, καθώς ο πρώτος παρακολουθεί με τα κιάλια τη μαμά μου, δεν τον έχει ακούσει κανείς μας. Εδώ έρχεται το φανταστικό και προσπαθεί να μαντέψει τι λέχθηκε μεταξύ των δύο ανδρών.

–Αυτή η προσφυγική παράδοση και καταβολή σε έχει επηρεάσει;

–Όσο κι αν με έχει επηρεάσει –είναι οι ιστορίες που άκουγα απ’ όταν γεννήθηκα– η δουλειά μου είναι να διαχειριστώ δημιουργικά αυτόν τον επηρεασμό και να ανέβω στη σκηνή για να υποβάλω σκέψεις και συναισθήματα. Όχι να τα επιβάλω. Αν ήθελα να τα «επιβάλω», θα έπρεπε να γράψω βιβλίο ιστορίας ή λαογραφίας, όχι να συμμετέχω σε μια θεατρική παράσταση.

–Έγινε τελικά δική σου η ιστορία…

–Πολύ σωστά, έγινε. Και ψυχαναλυτικά να το δεις, δεν θα μπορούσα να ταυτιστώ ποτέ με βιώματα που δεν είναι δικά μου. Αλλά, ναι, ήλθα πιο κοντά στο περιεχόμενο της ιστορίας. Όσο και αν στη σκηνή είμαι μια Μαρίνα που υποδύεται ρόλους και αφηγείται την ιστορία, δεν μπορώ να κρύψω ότι γνώρισα καλύτερα τη μητέρα μου, δηλαδή τα «κατασκευαστικά μου χαρακτηριστικά».

–Πονάει η μνήμη, Μαρίνα;

–Υπάρχουν ευχάριστες και δυσάρεστες αναμνήσεις. Αλλά η δουλειά της μνήμης δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, να σε διασκεδάζει ή να σε «ρίχνει». Δουλειά της είναι να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Αν θες, αυτό είναι που πονάει, γιατί θέλει κόπο.

Παναγιώτης Λάρκου 

–Πώς ήλθε η ιδέα να κάνετε αυτή την ιστορία;

–Η ιδέα ήταν της Μαρίνας και του Βαγγέλη. Και η οικογενειακή μυθολογία της Μαρίνας μού φάνηκε τόσο συγκινητικά κανονική που θέλησα να γίνω μέρος της. Να γίνω η αναφορά στα επόμενα τραπέζια των Κατσαρέων ως αυτός που πείραξε την ιστορία τους. Και σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο θέλησα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία που μου προσφέρθηκε μέσα από το κείμενο, να μιλήσω μεταξύ άλλων για τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου χωρίς τα αναμενόμενα κλισέ που ταλαιπωρούν την ψυχολογία μας τόσα χρόνια.

–Λέει η ηρωίδα ότι καμιά φορά αν λες μόνο την αλήθεια, δεν σε πιστεύει κανείς. Μα αν βάλεις ψέμα στην αλήθεια δεν τη μολύνεις;

–Αλήθεια λέει. Κοίτα ένα πεντάχρονο στα μάτια και πες του πως δεν υπάρχει Αη Βασίλης και έλα να ξαναμιλήσουμε. Στο δημοτικό είπα σε μια δασκάλα πως η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Μ’ έδειρε. Ναι, το ψέμα μολύνει την αλήθεια. Αλλά δεν είμαι ιστορικός, ούτε ιατροδικαστής. Η καθαρή αλήθεια δεν μου είναι ως εκ τούτου χρήσιμη. Και στην τελική αν πρέπει η αλήθεια να είναι απελπιστικά καθαρή, δεν θα μπορεί κανείς να ξαναπεί «θα σ’ αγαπώ για πάντα». Δεν θα το αντέξω αυτό.

–Η συναισθηματική εξάρτηση της Μαρίνας με το θεατρικό υποκείμενο σε δυσκόλεψε;

–Εμένα καθόλου. Αλλά στη σκηνή δεν είμαι εγώ. Η Μαρίνα βγαίνει στη σκηνή και λέει «γεια σας, είμαι η Μαρίνα». Εννοείται πως δεν θα γινόταν να κρατήσει αποστάσεις. Πώς να κρατήσεις απόσταση από τον εαυτό σου; Κατάφερε εντούτοις να ελέγξει τη συγκίνησή της για να μπορέσουν ανεμπόδιστα να συγκινηθούν οι θεατές της και την ευχαριστώ γι’ αυτό. Στάθηκε σίγουρα η αφορμή για κάποιες πολύ όμορφες συζητήσεις τις οποίες συνεχίζουμε μέχρι και σήμερα, σχετικά με την ευθύνη μας να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και με το δικαίωμά μας να αγαπάμε κάποιον άνευ όρων όσα κουσούρια και να έχει.

–Οι προσθήκες σου στο κείμενο ποιες είναι;

–Έλα ντε. Είχα υποσχεθεί στη Μαρίνα πως στη γενική πρόβα κανείς από τους δυο μας δεν θα είναι σίγουρος ποιο κομμάτι ανήκει στην πρωτότυπη ιστορία και ποιο όχι. Νομίζω τα καταφέραμε.

–Τι σημαίνει μνήμη για εσένα;

–«Πλέον δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι θυμούμαι που μόνη μου που τζείνη την ημέρα επειδή το έζησα ή τι νομίζω πως θυμούμαι επειδή μου είπαν πως το έζησα! Εν ναιν αστείο».

Βαγγέλης Γέττος 

–Τι σε παρακίνησε να καταγράψεις την ιστορία της Μαρίας Κατσαρή;

–Η κυρία Μαρία είναι ένας από τους χιλιάδες ανθρώπους αυτού του νησιού που υπέστησαν τις καταστροφικές αποφάσεις κάποιων απομακρυσμένων κέντρων εξουσίας. Δεν το έβαλε κάτω και παρά –ή μάλλον μαζί με– τις ουλές της, αποφάσισε ότι υπάρχουν δύο επιλογές: ή η συνέχεια ή το βάλτωμα. H Μαρία είναι φορέας της «δημόσιας ιστορίας», της ιστορίας των ανθρώπων και όχι των θεσμών: Η ζωή της δεν είναι μόνο το Κυπριακό παρότι η ζωή της καθορίστηκε από αυτό. Αυτή η παράλληλη πραγματικότητα που οι διεφθαρμένες και διψασμένες για αίμα και χρήμα εξουσίες ουδέποτε έλαβαν υπόψη σε αυτόν τον τόπο με συναρπάζει.

–Γιατί θεώρησες απαραίτητο να διαφοροποιήσεις την πραγματική αφήγηση;

–Γιατί η Μαρίνα, που είναι η κόρη της Μαρίας τόσο στο έργο όσο και στην πραγματικότητα, είναι άνθρωπος που καμιά φορά δεν είναι σίγουρη αν έζησε πράγματα, αν τα έχει ακούσει ή αν τα φαντάζεται. Δεν είχα σκοπό να γράψω ένα βιογραφικό έργο, αλλά ένα έργο που μιλάει για τον βίο. Αν στον πρωτότυπο μονόλογο το ποσοστό των πραγματικών περιστατικών υπερισχύει συντριπτικά, εκείνες οι φανταστικές ακίδες που έβαλα και εγώ και, περισσότερο, ο Παναγιώτης, είναι νομίζω αυτές που αναδεικνύουν σκέψεις, συναισθήματα, παρορμήσεις που δεν εκφράστηκαν ποτέ. Υπάρχει μια ολόκληρη διαμάχη για αυτό το είδος θεατρικού λόγου, τον επονομαζόμενο και «documentary theatre», που συνοψίζεται στο εξής ερώτημα: έχεις το δικαίωμα μετά από μία 10ωρη συνέντευξη με τη Μαρία να προσθέσεις φανταστικά περιστατικά; Έργο φτιάξαμε, για έναν καθημερινό άνθρωπο. Όχι βιογραφία του Μακαρίου!

–Η αίσθηση του «ξένου», του «Άλλου» νομίζω έχει κυρίαρχη θέση… Ισχύει;

–Η ηρωίδα μας είναι σε μια μόνιμη μετάβαση. Χωροταξική και συναισθηματική. Αν και δεν είχε αυτό που λέμε «μεγάλες προσδοκίες», στερήθηκε πολύ πιο απλά πράγματα που την έκαναν ευτυχισμένη. Κι όταν απέκτησε άλλα στη θέση τους, δεν τα ένιωθε δικά της. Χιλιάδες ιστορίες υπάρχουν σαν κι αυτή. Αλλά τις ακούμε μόνο επετειακά. Μόνο όταν υπάρχει κάποια «αφορμή». Λοιπόν, είμαστε μια κοινωνία «Άλλων» που ντρεπόμαστε γι’ αυτό που είμαστε. Η Μαρία δεν ντράπηκε. Μας μίλησε. Και μέσα από μία ακόμα ιστορία, ίσως έγινε λίγο περισσότερο Μαρία.

–Η μνήμη πώς λειτουργεί σε σένα;

–Τυραννικά. Και αυτό παλεύω να αντέξω και να μεταμορφώσω: τη μνήμη από έναν κήνσορα που σου λέει «μη» σε έναν συνοδοιπόρο που σου λέει «αν με χρειαστείς είμαι εδώ».

Πληροφορίες

«1η φορά χιόνι», διασκευή/σκηνοθεσία Παναγιώτης Λάρκου. Επί σκηνής η Μαρίνα Κατσαρή
Παραστάσεις κάθε Παρασκευή και Σάββατο μέχρι τις 14 Νοεμβρίου στις 8:30 μ.μ. στο ίδρυμα Άρτος, Αγ. Ομολογητών 64, Λευκωσία. Κρατήσεις τηλέφωνο 97843347.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση

X