ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ο Βαπτιστικός αναβαπτίστηκε, αλλά δεν άλλαξε

Είδαμε την παράσταση του ΘΟΚ σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Λάρκου με Βιβίκα την υψίφωνο Τζίνα Πούλου

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Για να είμαι ειλικρινής στο άκουσμα ότι ο ΘΟΚ θα ανεβάσει οπερέτα ήμουν λίγο επιφυλακτικός. Μία σειρά από λόγους με έκαναν σκεπτικό, όπως ότι το είδος αυτό είναι πολύ μουσικό για τις δυνατότητες ενός αμιγώς θεατρικού οργανισμού, ότι η οπερέτα πια ίσως να μην μπορεί να προσφέρει στον θεατή κάτι, εκτός ίσως από τη νοσταλγία για μιαν άλλη εποχή, μια θεατρική εποχή φάρσας και εύκολων παρεξηγήσεων και μιας γλυκιάς μουσικής. Συζητώντας με διάφορους, συν τω χρόνω, άρχισα να αλλάζω άποψη και να περιμένω με περιέργεια το ανέβασμα του Παναγιώτη Λάρκου. Ε, λοιπόν, είδα την παράσταση και έκανα στροφή 180 μοιρών.

Ο «Βαφτιστικός» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, το σημαντικότερο ίσως έργο του, είναι η επιτομή της ελληνικής οπερέτας, ένα έργο που είναι ήδη 101 ετών. Η υπόθεσή του αφορά την εικόνα της Ελλάδας που είχε βγει νικηφόρα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, είχε περάσει έναν Διχασμό, και είχε μπει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ και όδευε προς νέες επιτυχίες, προς την εθνική ολοκλήρωση. Η μπαρουτοκαπνισμένη Ελλάδα, όμως, δεν είχε μόνο ήρωες, αλλά και «βούτυρους» και βοηθητικούς, ανθρώπους που, παραμένοντας στην Αθήνα ή στα κατά τόπους φρουραρχεία, από τη μία ζήλευαν τον στρατιώτη στο μέτωπο, και από την άλλη ευλογούσαν τις γνωριμίες τους… Ο έρωτας, όμως, παραμένει ο ίδιος, η δίψα για ζωή το ίδιο! Το 1918 αυτά τα δύο, ο πόλεμος κι ο έρωτας, μπορούσαν να παντρευτούν, όπως λέει και το τραγούδι άλλωστε, «ο έρωντας κι ο θάνατος το ίδιο σπαθί βαστούνε». Με την ίδια άνεση, όταν ο «Βαφτιστικός» ανέβηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή τον Ιούλιο του 1946, οι πολεμικές ιαχές και ο έρωτας στα χρόνια του πολέμου, μπορούσε να έχει απήχηση. Το 2019 όμως;

Ο Παναγιώτης Λάρκου, λοιπόν, τα κατάφερε, όχι να παντρέψει το πολεμικό υπόστρωμα της ιστορίας με τον έρωτα, αλλά να δώσει, και με το παραπάνω, την ανωτερότητα της ιδέας της ίδιας της ζωής, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα, χωρίς να τα ενοχλεί και να τα αποκαθηλώνει από το συγκείμενό τους, τα συμπαρομαρτούντα της βασικής υπόθεσης. Το βόλεμα και οι κούφιοι λεονταρισμοί δεν έχουν εκλείψει, τότε για να μην πας στο μέτωπο, αλλά την ίδια στιγμή να θες να είσαι ήρωας, και σήμερα να επιδεικνύεις την επίπλαστη ευτυχία σου, ασχέτως αν ο τραπεζικός σου λογαριασμός είναι άδειος, για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα.

Θίασος επιτυχίας, όσο και αν ακούγεται υπερβολικό. Ο Παναγιώτης Λάρκου είχε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, οπερετικό όμως, άρα η επιλογή της Τζίνας Πούλου για τον ρόλο της Βιβίκας τον «εξασφάλιζε». Η Τζίνα Πούλου δεν ήταν άσος στο μανίκι του, αλλά το μπαλαντέρ του. Η «θητεία» της ως Βιβίκα όλα τα περασμένα χρόνια ήταν δικλίδα ασφαλείας για τον Λάρκου, και δεν διαψεύστηκε. Ο Λάρκου κατάφερε επίσης να συγκροτήσει έναν θίασο θεατρικό, να αναδείξει το κείμενο, τον λόγο του Σακελλαρίδη. Ο Αλέξανδρος Παρίσης ήταν ένας άξιος… βαφτιστικός. Η λυρική του επίδοση αξιοθαύμαστη, φυσικά, δεν περίμενε κάποιος ο Παρίσης να γινόταν τενόρος, συνομίλησε με την Τζίνα Πούλου υποκριτικά και λυρικά, μπορεί ως Βιβίκα και Χαρμύδης να μην τα βρήκαν, αλλά ως επαγγελματίες στέριωσαν.

Δεν μπορώ επίσης να μη σταθώ στην ερμηνεία του Χάρη Αττώνη στον ρόλο του Ζαχαρούλη. Ένας «βούτυρος» όλο ζάχαρη, με αυτή την πονηράδα στο μάτι, που ήταν ικανή να σε πείσει πώς εν καιρώ πολέμου έμεινε στον λόχο αυτοκινήτων, και πώς μπορεί να γευτεί, αν και μαλθακός, τον καρπό του παράνομου έρωτα. Κινησιολογία, τραγούδι, λόγο, ο Αττώνης κατάφερε να τα συνδυάσει και να τα περνάει σε όλον τον θίασο, μα και στο κοινό.

Η σκηνοθεσία του Παναγιώτη Λάρκου ευρηματική, η τοποθέτηση της ορχήστρας σε ένα γκαζίμπο (κιόσκι κήπου) ή σε ένα καρουζέλ με την κυκλική διαδρομή του από τον Εδουάρδο Γεωργίου, οι χορογραφίες του Παναγιώτη Τοφή έβγαλαν το πολεμικό πέπλο από το έργο ή καλύτερα του έδωσαν μια άλλη διάσταση. Χρωμάτισαν το χακί της στολής με χρώματα του τσίρκου, έδωσαν έναν μπουρλέσκο τόνο, χωρίς όμως να γελοιοποιούν τους χαρακτήρες ή το ίδιο το έργο. Η συνέργια με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου και η δική της συμβολή στα χρώματα της παράστασης –η μουσική συμβολή της είναι δεδομένη και εξαιρετική– είναι επίσης κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ και θα ήθελα να ήταν η αρχή μιας συνεργασίας μεταξύ των δύο οργανισμών, θα είχε ενδιαφέρον.

Ο Παναγιώτης Λάρκου πήρε ένα κείμενο οπερέτας του 1918 και πειραματίζομενος, κατάφερε να το κάνει να μιλήσει τη γλώσσα του 2019. Χωρίς αχρείαστες φιοριτούρες, χωρίς λεκτικές υπερβολές στην προσαρμογή του κειμένου, με σημειολογία που μπορεί να εξηγηθεί οπτικά, αλλά και να αιτιολογηθεί νοηματικά. Δούλεψε καλά με τους ηθοποιούς του, οι οποίοι πραγματικά έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό και το αποτέλεσμα τους δικαίωσε. Το πείραμα του Λάρκου πέτυχε, ο Βαφτιστικός μπορεί να αναβαπτίστηκε δεν αλλάξε όμως, διότι ο Χαρμύδης, ο Ζαχαρούλης, η Βιβίκα και οι άλλοι έμειναν εκείνοι οι ανέμελοι, γεμάτοι ζωή χαρακτήρες που έγραψε ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης.

Ναι, ο ΘΟΚ καλά έκανε και ανέβασε τον «Βαφτιστικό», αν όχι αυτός, ποιος θα μπορούσε να επωμιστεί το κόστος, μα και το ρίσκο. 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση