ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Μια Μιμή, σε κάποιο συνοικισμό

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Επισκέφθηκα δύο φορές την έκθεση στη ΣΠΕΛ των έργων που επεστράφησαν στην ε/κ πλευρά. Η έκθεση είναι μια καλή αφορμή για να δει κάποιος την καλλιτεχνική πρόοδο στην Αμμόχωστο, να δει τι σημαίνει όραμα για τη δημιουργία ενός πολιτιστικού φορέα. Να δει το εργαστήριο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, τις ζωγραφικές ζυμώσεις στην πόλη. Και όλα αυτά πριν από εξήντα περίπου χρόνια, όταν εν πολλοίς το επάγγελμα του καλλιτέχνη εθεωρείτο κάπως και δεν ήταν ουδόλως κατοχυρωμένο… ουπς, αυτό ακόμα και σήμερα μάλλον ισχύει… λέτε να ισχύει και το όραμα; Μπα, σήμερα το όραμα περιορίζεται στις κορδέλες.

Αλλά ας επιστρέψω στην έκθεση με τα 219 έργα, κατευθείαν σκέφτηκα ένα σημείωμα που είχα γράψει πάλι για λογαριασμό της «Καθημερινής», όταν έγραψα για το έργο του Αδαμάντιου Διαμαντή «Ο κόσμος της Κύπρου», τότε σημείωσα ότι το έργο αυτό μου φέρνει στο μυαλό τους στίχους του Παναγιώτη Νικολαΐδη, στη συλλογή του «Η Νύφη του Ιούλη» (2019) που μιλάει για την Καρπασία, «Μέσα στα χέρια του ήλιου μολόχες τζόχοι αβρόσσιλλα αγρέλλια πάγκαλλοι λάχανα στρουθκιά χωστές αναθρήκες», ακριβώς οι ίδιοι στίχοι αντήχησαν στα αφτιά μου όταν είδα το έργο του Κάσιαλου, όπου ζωγραφίζει όλα τα παραδοσιακά εργαλεία και τα ονοματίζει. Εύκολα, κάποιος βλέποντας και τα έργα του Ιωάννη Κισσονέργη, φαντάζεται τον ζωγράφο να απεικονίζει τη μοχθούσα στον πύρινο ήλιο Κύπρο, η οποία ώς κάποια χρόνια πίσω αντιστεκόταν, με τον στίχο του Κώστα Μόντη να βρίσκει ζωγραφικό αντίστοιχο: «Τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους. Εμείς τζιαμαί, ελιές τζιαι τερατσιές πάνω στον ρότσον τους».

Το κάθε έργο που διασώθηκε έχει τη δική του αξία και παρουσιάζει πώς μια πόλη και οι πνευματικοί άνθρωποί της ήθελαν την Αμμόχωστό τους πραγματικά βασιλεύουσα και όχι να είναι στίχοι του Ανδρέα Παστελλά: «Τυλίγει τ’ άλογο ο παγωμένος αγέρας σαν πελώριος μανδύας ανεμίζει γύρω του φωτισμένα λαμπιόνια ανάβουν στο σταθμό κουρασμένοι μετανάστες τηλεφωνούν στις μακρινές πατρίδες τους», στο ποίημά του «Τα πάντα ροή ανέμου ή ο άρχοντας του Αννόβερου». Κρίμα, πολύ κρίμα που δεν στάθηκε δυνατό να δουν οι Γ.Φ. Πιερίδης, ο Ζυμπουλάκης, ο Θεοδόσης Νικολάου, και πόσοι άλλοι γιγαντωμένο το όραμά τους και σήμερα κάποιοι να λένε πως έγιναν λαγοί, και πώς ο Βραγαδίνος εγδάρθηκε, αλλά γιατί πάντοτε ζητάμε ήρωες και μετά πολέμον γινόμαστε ταπεινοί; Η Αμμόχωστος, στην πολυαίωνη ιστορία της, έζησε πολλά, ως πόλη διαμάντι, ως τόπος βαλτωμένος και φτωχός, ως τόπος εμπορικός και καύχημα, ήταν ιερός τόπος για Λατίνους και Ορθόδοξους, ήταν συμβασιλεύουσα και βασιλεύουσα.

Της είναι άδικο λοιπόν να τη θυμόμαστε ως λιποτακτούσα πόλη, ακόμα και τα λιοντάρια στις πύλες της φοβήθηκαν ορδές Γενουατών, Σαρακηνών και Μαμελούκων, και δεν κατάφεραν να την υπερασπιστούν. Δεν υπήρχαν πάντοτε Βραγαδίνοι, δεν αφήνουν πάντοτε τους Βραγαδίνους ανενόχλητους οι Εφιάλτες. Δεν της ταιριάζει της Αμμοχώστου το στίγμα της άδειας από ψυχή πόλη, δεν της πρέπει να την κακολογούμε, όχι γιατί είναι αγία, ούτε και επειδή είναι η μία, αλλά γιατί δεν έχει φωνή να μας μιλήσει και να μας απαντήσει. Γιατί ο τόπος είναι βουβός και πολλοί μιλάνε γι’ αυτή, χωρίς να είναι η πόλη. Δεν γνώρισα την Αμμόχωστο του κ. Κυριάκου του βιβλιοπώλη, του Μαραγκού με τη βιβλιοθήκη, την πόλη του Γ. Πολ. Γεωργίου, του παγωτάρη που πουλούσε παγωτό από τη μία άκρη της πόλης, δεν έζησα τον παλμό της πόλης, όταν ορθώνονταν τα μεγάλα ξενοδοχεία στην παραλία της.

Τι να έλεγαν τότε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όταν τον Αύγουστο του 1974 έπρεπε να φύγουν; Είδατε; Ακόμη κι εγώ βάλθηκα να μιλώ για την πόλη, που δεν τη γνώρισα παρά μόνο μέσα από την ιστορία και τα χειρόγραφα που περιγράφουν τα κτήριά της, από μερικούς ανθρώπους της, από τη συλλογή «Αμμόχωστος βασιλεύουσα» του Χαραλαμπίδη. Δικαιούμαι να μιλώ για την πόλη, που δεν είναι στο κάτω-κάτω και της γούνας μου μανίκι; Θα σας απαντήσω πως ναι. Γιατί δεν ψάχνω για Βραγαδίνους, αλλά για κυρίες που λέγονται Μιμή και κατοικούν στους συνοικισμούς και αυτοί δεν ήταν φτιαγμένοι για άλλο, παρά για να πεθάνουν όπου γεννήθηκαν.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση