ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Επιθετικότητα και διάλογος

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Στο κλασικό του έργο «Η επιθετικότητα: μια φυσική ιστορία του κακού» (1963), ο Αυστριακός ζωολόγος και ορνιθολόγος, μελετητής της κοινωνικής συμπεριφοράς των ειδών, Konrad Lorenz, αποδεικνύει ότι η καθεαυτού επιθετικότητα δεν έχει τίποτε το παθολογικό ή το «κακό». Είναι απλά ένας ενστικτώδης μηχανισμός ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι, αποτελεί μέρος του οπλοστασίου για την επιβίωση των ειδών. Παρόλο δε που η επιθετική συμπεριφορά κάποιες φορές απομακρύνεται από τον στόχο της και γίνεται υπερβολική και επιζήμια, η εξέλιξη του είδους έχει αναπτύξει ευφυείς μηχανισμούς για να συγκρατεί αυτή την υπερβολή και να διατηρεί σε ασφαλή επίπεδα την επιθετική συμπεριφορά. Έτσι φροντίζει ώστε η βία να μην αποβαίνει ολέθρια και αυτοκαταστροφική. Στο ανθρώπινο είδος φαίνεται να μην λειτουργούν τέτοιοι μηχανισμοί ασφαλείας. Το επιθετικό ένστικτο μοιάζει να έχει ξεπεράσει την όποια βιολογική ή ιστορική χρησιμότητά του σε σημείο να απειλείται το ανθρώπινο είδος με εξαφάνιση από ένα θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, στην ανθρώπινη καθημερινότητα, η επιθετικότητα δεν πηγάζει πλέον από τις ανάγκες βιολογικής επιβίωσης, αλλά από την ανάγκη για κυριαρχία, για επιβολή της θέλησής μας στον άλλο. Σύμφωνα με τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, η επιθετικότητα δεν πηγάζει από το ένστικτο αυτοσυντήρησης (amour de soi) αλλά από τη φιλαυτία (amour propre). Η φιλαυτία μας ωθεί να χειραγωγήσουμε τον άλλο με σκοπό να υπηρετήσει τις επιθυμίες μας. Συνεπώς, στον άνθρωπο αποκλειστικός στόχος της επιθετικής συμπεριφοράς είναι να καμφθούν οι αντιστάσεις του άλλου, προκειμένου να γίνει το πειθήνιο όργανο του επιτιθέμενου. Αυτή είναι η ρίζα της ιστορικής και κοινωνικής βίας των ανδρών εις βάρος των γυναικών, της φυλετικής βίας, της βίας του νόμου των πλουσίων εναντίον των φτωχών, όπως ορθά έδειξε ο Ρουσσώ – και μας το υπενθυμίζει το Qatargate– της βίας, τέλος, των ολοκληρωτικών συστημάτων πάνω σε ολόκληρες κοινωνίες και έθνη. Αυτή είναι και η ρίζα της καθημερινής επιθετικότητας και της καθημερινής βίας που αφήνει το αποτύπωμά της στον Τύπο και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

Μολονότι δύσκολα γίνεται σαφής διάκριση των κοινωνιών ως προς την επιθετικότητα, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι το πέρασμα από τη σωματική στη λεκτική βία και από τον σωματικό καταναγκασμό στη χρήση της πειθούς είναι ένας κοινωνικός μηχανισμός που επιχειρεί να αναχαιτίσει την υπερβολική επιθετικότητα. Επιπλέον, θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει διάκριση ανάμεσα σε κοινωνίες της βίας, σωματικής, λεκτικής ή ψυχολογικής, και κοινωνίες του διαλόγου. Ο διάλογος είναι το τελευταίο «τέχνασμα» στην προσπάθεια απενεργοποίησης της κοινωνικής βόμβας της επιθετικότητας. Δυστυχώς, ο διάλογος δεν είναι ένα φυσικό γεγονός που υπάρχει εγγενώς στον άνθρωπο και στις ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι το σπουδαιότερο πολιτισμικό αγαθό, το οποίο καλλιεργείται ή θα έπρεπε να καλλιεργείται από τα εκπαιδευτικά μας συστήματα. Είναι το πολυτιμότερο κομμάτι της δικής μας Δυτικής παράδοσης, του πολιτισμικού και θεσμικού μας κεφαλαίου. Είναι δε και ένα από τα κριτήρια για το αν μια κοινωνία είναι ή όχι δημοκρατική. Ο ουσιαστικός διάλογος που είναι ικανός να περιορίσει την επιθετικότητα και να τη μετατρέψει σε ατομική και συλλογική δημιουργικότητα, εμπεριέχει τουλάχιστον δύο στοιχεία, το λογικό και το ηθικό. Για να ανοίξουμε διάλογο με τον άλλο, πρέπει και να μπορούμε και να το θέλουμε. Πρέπει να χειριζόμαστε με άνεση τη γλώσσα, ώστε να είμαστε σε θέση να εκφράσουμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας. Πρέπει να μπορούμε να επιχειρηματολογούμε, να διαχωρίζουμε το λογικό από το άλογο ή το παράλογο και ανάλογα να δομούμε τον λόγο μας. Πάνω απ’ όλα, για να ανοίξουμε διάλογο με τον άλλο, πρέπει να έχουμε αποδεχθεί ότι ο συμπολίτης μας είναι ισότιμος συνομιλητής. Η επιθετική συμπεριφορά και η συνακόλουθη βίαιη έκφρασή της σημαίνουν ένα πράγμα: ότι ο επιτιθέμενος αισθάνεται ότι όποιος έρχεται σε αντιπαράθεση μαζί του είναι κατώτερος ιεραρχικά και επομένως πρέπει να συνετισθεί. Σε κοινωνίες που δεν έχει ακόμη εδραιωθεί η αρχή της δημοκρατικής ισότητας, η μη συμμόρφωση του άλλου στη θέλησή μας ερμηνεύεται ως «προσβολή». Αυτή η «προσβολή» πυροδοτεί τον επιθετικό μηχανισμό, οδηγώντας μοιραία σε χρήση αλόγιστης, τυφλής βίας. Όταν ο επιτιθέμενος αισθάνεται ότι η ανυπακοή και η διαφοροποίησή του άλλου από τη δική του θέση απειλούν, «προσβάλλουν», το αδικαιολόγητα υπερμέγεθες εγώ του, πράττει αναλόγως με οδυνηρές συνέπειες τόσο για τον ίδιο όσο και για τους άλλους.      

Τα πρόσφατα περιστατικά καθημερινής τυφλής βίας στις γειτονιές, στα σχολεία, στα σπίτια αποδεικνύουν περίτρανα ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα απέτυχε να προσφέρει στον πολίτη τα απαραίτητα συστατικά μύησης τόσο στη χρήση του λόγου και της γλώσσας όσο και στο δημοκρατικό ήθος του διαλόγου. Δυστυχώς δεν πρόκειται για αμελητέα προβλήματα, τα οποία εύκολα θα μπορούσαν να διευθετηθούν. Πρόκειται για αστοχία της ίδιας της αρχής της εκπαιδευτικής μας πολιτικής. Οι θύτες θα πουν ότι διέπραξαν τα εγκλήματά τους σε κατάσταση «σύγχυσης». Η «σύγχυση» όμως αυτή είναι η μόνιμη ψυχική κατάσταση ενός ανθρώπινου όντος, το οποίο αδυνατεί να εκφράσει και να επικοινωνήσει γλωσσικά με τον κόσμο του. Σε μια τέτοια «συγκεχυμένη» κατάσταση παραμένει όποιος δεν μυείται από μικρός στην ποίηση, την τέχνη και τη λογοτεχνία, στη λογική και τη φιλοσοφία. Η καθαρότητα του λόγου και της έκφρασης είναι η πραγματική αρχή της παιδείας και οφείλει να είναι στόχος κάθε εκπαιδευτικού συστήματος.    

 

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση